Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • κατηχούμενος κα-τη-χού-με-νος ουσ. (αρσ.) {σπανιότ. θηλ. κατηχούμενη (λόγ. κατηχουμένη)}: ΕΚΚΛΗΣ. (για ενήλικο) που κατηχείται, προκειμένου να βαφτιστεί· (κατ' επέκτ.) που μυείται σε ένα δόγμα ή μια ιδεολογία. Βλ. ακατήχητος, κατηχητής, νεοφώτιστος. [< μτγν. κατηχούμενος, γαλλ. catéchumène, γερμ. Katechumene]

ακατήχητος

ακατήχητος, η, ο [ἀκατήχητος] α-κα-τή-χη-τος επίθ. 1. ΕΚΚΛΗΣ. που δεν έχει μυηθεί σε κάποια θρησκεία (κυρ. στη χριστιανική). 2. (σπάν.-μτφ.) που δεν γνωρίζει τα μυστικά μιας οργάνωσης, ιδεολογίας ή τέχνης. ΣΥΝ. αμύητος (2) [< 1: μτγν. ἀκατήχητος]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.