κατιόν κα-τι-όν ουσ. (ουδ.) {κατιόντ-ος | -α, -ων}: ΧΗΜ. άτομο με θετικό ηλεκτρικό φορτίο, το οποίο στην ηλεκτρόλυση κατευθύνεται προς την κάθοδο· θετικό ιόν. ΑΝΤ. ανιόν ● βλ. κατιών [< αρχ. κατιόν 'που κατεβαίνει προς τα κάτω΄, γαλλ.-αγγλ. cation]
κατιονικός , ή, ό κα-τι-ο-νι-κός επίθ. & κατιοντικός: ΧΗΜ. που σχετίζεται με τα κατιόντα. Βλ. ιοντικός. [< αγγλ. cationic, περ. 1920, γαλλ. cationique]
κατιών, ούσα, όν κα-τι-ών επίθ. ΑΝΤ. ανιών 1. (επιστ.) που έχει κατεύθυνση προς τα κάτω, που φθίνει: ~ούσα: διάταξη/κίνηση/πορεία/σύνδεση (: μέσω δορυφόρου)/φορά (= καθοδική). Με ~ούσα σειρά (= φθίνουσα). Κείμενα ταξινομημένα κατά ~ούσα ημερομηνία δημοσίευσης.|| (ΙΑΤΡ.) ~ούσα: αορτή. Οπίσθιος/πρόσθιος ~ κλάδος της στεφανιαίας αρτηρίας.|| (ΜΟΥΣ.) ~ούσα: κλίμακα (: που οι φθόγγοι της κατεβαίνουν από τους οξύτερους στους χαμηλότερους). ~όν: διάστημα. ΑΝΤ. ανοδικός (2) 2. ΝΟΜ. (για πρόσ.) που κατάγεται άμεσα ή έμμεσα από κάποιον: ~όντες: συγγενείς. ~όντα: μέλη (οικογένειας).|| (ως ουσ.) ~όντες πρώτου βαθμού (: γιοι-κόρες). ~όντες εξ αίματος δευτέρου βαθμού (: εγγονοί). ΣΥΝ. απόγονοι. ● ΦΡ.: παίρνει την κατιούσα (μτφ.): για κάτι που παρουσιάζει πτωτική πορεία: Η καριέρα του έχει αρχίσει να ~ ~ (= τον κατήφορο, την κατηφόρα). ΣΥΝ. παίρνει την κάτω βόλτα ΑΝΤ. παίρνει την ανιούσα ● βλ. κατιόν [< 1: γαλλ. descendant 2: μτγν. κατιών]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.