Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • κατουρλής & κατρουλής κα-τουρ-λής ουσ. (αρσ.) {θηλ. κατουρλού κ. κατρουλού} (προφ.) 1. (κυρ. για μωρό ή παιδί) που κατουριέται πάνω του ή κατουρά συχνά. 2. (μτφ.-μειωτ.) δειλός, φοβητσιάρης. Πβ. χέστης. Βλ. -λής. [< μεσν. κατουρλής]

-λής & -αλής, -λού & -αλού

-λής & -αλής, -λού & -αλού {-λήδες κ. -αλήδες | -λούδες κ. -αλούδες} (λαϊκό): επίθημα για τη δήλωση χαρακτηριστικού ή ιδιότητας: μερακ-λής (βλ. -ίδικος). Μπεσ-αλής/-αλού.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.