κατσίκι κα-τσί-κι ουσ. (ουδ.) {κατσικιού} 1. ΖΩΟΛ. νεαρή κατσίκα, γενικότ. κατσίκα· συνεκδ. το κρέας της ή το αντίστοιχο φαγητό. Πβ. βετούλι, ζυγούρι. Βλ. αγριοκάτσικο, αρνί, πρόβατο. ΣΥΝ. γίδι (1), ερίφιο 2. (μτφ.-προφ.) ευκίνητος άνθρωπος, γεμάτος ζωντάνια: Σκαρφάλωσε/χοροπηδάει σαν ~. ● Υποκ.: κατσικάκι (το): ΣΥΝ. ρίφι ● ΦΡ.: θα γελάσει και το παρδαλό κατσίκι βλ. παρδαλός [< μεσν. κατσίκι < τουρκ. keç(i)+ -ίκι]
κατσικίσιος , ια, ιο κα-τσι-κί-σιος επίθ.: που προέρχεται ή παράγεται από την κατσίκα: ~ιο: βούτυρο/γάλα/κρέας/τυρί. Βλ. αγελαδινός, αρνίσιος, πρόβειος, -ίσιος. ΣΥΝ. αίγειος, γίδινος
αγελαδινός
αγελαδινός, ή, ό [ἀγελαδινός] α-γε-λα-δι-νός επίθ. & (προφ.) αγελαδίσιος & (λαϊκό) γελαδινός & γελαδίσιος 1. που προέρχεται ή παράγεται από την αγελάδα: ~ό: βούτυρο/γάλα (βλ. κατσικίσιο, πρόβειο)/γιαούρτι/κρέας/τυρί.2. (μτφ.) που χαρακτηρίζεται από απραξία, νωθρότητα: ~ό: βλέμμα/ύφος.
αγριοκάτσικο
αγριοκάτσικο [ἀγριοκάτσικο] α-γρι-ο-κά-τσι-κο ουσ. (ουδ.) 1. ΖΩΟΛ. άγρια κατσίκα, αίγαγρος, αγρίμι: το ~ της Κρήτης (= κρι-κρι).2. (μτφ.) (για νεαρά κυρ. άτομα) ατίθασος, ζωηρός ή άτακτος: Πηδάει/σκαρφαλώνει/τρέχει σαν ~.
παρδαλός
παρδαλός, ή, ό παρ-δα-λός επίθ. (προφ.) 1. (συνήθ. αρνητ. συνυποδ., για ρούχο) με πολλά χρώματα. Πβ. ποικιλό-, πολύ-χρωμος.2. (για ζώο ή πουλί) που έχει κηλίδες στο δέρμα ή στο φτέρωμά του αντίστοιχα. 3. (μτφ.) ανομοιογενής, ανομοιόμορφος: ~ό: πλήθος.4. {στο θηλ.} γυναίκα που ντύνεται ή φέρεται έξαλλα. ● επίρρ.: παρδαλά ● ΦΡ.: θα γελάσει και το παρδαλό κατσίκι (μτφ.): για κάτι πολύ αστείο ή γελοίο, θα γελάσει πολύς κόσμος. Πβ. γελάνε και τα τσιμέντα, θα γελάσουν και οι κότες. ΣΥΝ. θα γελάσει (κι) ο κάθε πικραμένος [< μεσν. παρδαλός]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.