Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • κατωτερότητα κα-τω-τε-ρό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (λόγ.) ΑΝΤ. ανωτερότητα 1. η ιδιότητα του κατώτερου: κοινωνική ~. Πνευματική ~ (= μειονεκτικότητα, μειονεξία, υστέρηση). 2. αναξιοπρέπεια: (Επ)έδειξε ~. Πβ. μικροπρέπεια. Βλ. -ότητα. ● ΣΥΜΠΛ.: σύμπλεγμα/κόμπλεξ/αίσθημα ανωτερότητας/κατωτερότητας (/μειονεξίας) βλ. σύμπλεγμα [< γαλλ. infériorité]

-ότητα

-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]

σύμπλεγμα

σύμπλεγμα σύ-μπλεγ-μα ουσ. (ουδ.) {συμπλέγμ-ατα} 1. (επιστ.) σύνολο από στοιχεία που συνδέονται, συνδυάζονται μεταξύ τους ή και αλληλεξαρτώνται: αρχιτεκτονικό/βιομηχανικό/δασικό/κτιριακό/ορεινό (πβ. οροσειρά)/φυσικό ~. ~ αστέρων (πβ. αστερισμός)/βράχων/κατοικιών. Το Αιγαίο αποτελεί νησιωτικό ~/~ από νησιά (: που βρίσκονται το ένα κοντά στο άλλο· πβ. συστάδα).|| (ΚΑΛ. ΤΕΧΝ.-ΑΡΧΑΙΟΛ., ζωγραφική ή γλυπτική παράσταση με συμπλεκόμενα πρόσωπα, ζώα ή φυτά) Ανάγλυφο/μαρμάρινο/πήλινο/χάλκινο ~. ~ Έρωτα και Ψυχής. Πβ. σύνταγμα.|| (ΓΡΑΜΜ., ακολουθία φθόγγων που συμπροφέρονται ή αρθρώνονται σχεδόν ταυτόχρονα) Συμφωνικά ~ατα (π.χ. μπ, ντ, τσ).|| (ΧΗΜ.) ~ βιταμινών (π.χ. B και C)/πρωτεϊνών.|| (ΓΛΩΣΣ.) Λεξικά ~ατα (= συνάψεις). || (ΤΥΠΟΓΡ., παράσταση κεφαλαίων γραμμάτων, πλεγμένων σε μονόγραμμα) Η γραμματοσειρά χαρακτηρίζεται από ~ατα και βραχυγραφίες. Πβ. συνδυασμός. 2. ΨΥΧΑΝ. σύνολο απωθημένων επιθυμιών ή εμπειριών που λειτουργούν στο υποσυνείδητο και επηρεάζουν αρνητικά τη συμπεριφορά κάποιου: κοινωνικά/ψυχολογικά ~ατα. Έχει/κουβαλάει διάφορα ~ατα (: είναι κομπλεξικός). Πβ. κόμπλεξ. ● ΣΥΜΠΛ.: σύμπλεγμα/κόμπλεξ/αίσθημα ανωτερότητας/κατωτερότητας (/μειονεξίας): ΨΥΧΟΛ. η αίσθηση ενός ανθρώπου ότι είναι ανώτερος ή κατώτερος σε σχέση με τους άλλους: Πάσχει από ~ ανωτερότητας για την καταγωγή της. Έχει ξεπεράσει το ~ κατωτερότητας απέναντι στον πατέρα του. [< γερμ. Superioritätskomplex, γαλλ. sentiment de superiorité/d'infériorité, αγγλ. superiority complex, περ. 1924, inferiority complex, 1922] , οιδιπόδειο σύμπλεγμα/σύνδρομο βλ. οιδιπόδειος, σύμπλεγμα/σύνδρομο της Ηλέκτρας βλ. Ηλέκτρα [< 1: μτγν. σύμπλεγμα, αγγλ. cluster 2: γερμ. Komplex]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.