Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • κατόπιν κα-τό-πιν πρόθ. (λόγ.) 1. (+ γεν.) μετά, ύστερα από: ~ ενεργειών μου/εξετάσεων/συμφωνίας.|| (λογιότ.) ~ αυτού/τούτου, ... 2. (ως επίρρ.) έπειτα, στη συνέχεια: Τέλειωσε το πανεπιστήμιο και πήγε, ~, στρατό. ● ΦΡ.: κατόπιν εορτής (συνήθ. ειρων.): καθυστερημένα: Έφτασαν/κατάλαβα το λάθος μου ~ ~ (= αργά, ετεροχρονισμένα).|| (ως επίθ.) ~ ~ εξαγγελίες. Βλ. δώρο(ν) άδωρο(ν)., κατόπιν αιτήματος βλ. αίτημα, κατόπιν εντολής βλ. εντολή, κατόπιν παραγγελίας βλ. παραγγελία [< αρχ. κατόπιν]
  • κατοπινός , ή, ό κα-το-πι-νός επίθ. (προφ.): που ακολουθεί κάποιον ή κάτι χρονικά: οι ~ές γενιές (= επόμενες, ερχόμενες)/εξελίξεις. Τα ~ά χρόνια (= προσεχή, ύστερα). Πβ. ακόλουθος.|| Ποδοσφαιριστής και ~ (: στη συνέχεια) προπονητής (βλ. πρώην). Οι σύγχρονοι και ~οί (= μεταγενέστεροι) μελετητές. ΣΥΝ. μετέπειτα (1) ΑΝΤ. προηγούμενος, πρωτύτερος ● επίρρ.: κατοπινά

αίτημα

αίτημα [αἴτημα] αί-τη-μα ουσ. (ουδ.) {αιτήμ-ατος | -ατα, -άτων} (επίσ.) 1. προφορική ή γραπτή αξίωση, που υποβάλλεται συνήθ. επισήμως σε κάποια Αρχή και γενικότ. επιδίωξη ή επιτακτική ανάγκη για κάτι: άδικο/αιτιολογημένο/ανεδαφικό/διεθνές/καθολικό/λαϊκό/λογικό/ουτοπικό/πάγιο/πανανθρώπινο/παράλογο/χρόνιο ~. ~ αποφυλάκισης/έκδοσης. Αποδοχή/απόρριψη/διεκδίκηση/διεκπεραίωση/δικαίωση/έγκριση/εξέταση/επίλυση/ικανοποίηση/προβολή/προώθηση/υιοθέτηση/υλοποίηση/υποβολή/υποστήριξη ~ατος. Η βασιμότητα (/το βάσιμο)/το δίκαιο του ~ατος. ~ατα-προτάσεις. Απεργιακά/εργατικά/θεσμικά/νόμιμα/οικονομικά/παράνομα/πολιτικά/συνδικαλιστικά/φοιτητικά/φορολογικά ~ατα. ~ για αυξήσεις μισθών/διαφάνεια/διορισμούς/οικονομική ενίσχυση. Το ~ά σας απορρίπτεται/γίνεται δεκτό/ικανοποιείται/προωθείται στην αρμόδια υπηρεσία. Διατυπώνω/εκφράζω/καταθέτω/στηρίζω ~. Πβ. απαίτηση, διεκδίκηση.|| Διαχρονικό/επιστημονικό/ηθικό/ιστορικό/κοινό ~. Επείγον/κρίσιμο/κυρίαρχο ~ (= επιταγή) των καιρών. 2. ΦΙΛΟΣ.-ΜΑΘ. βασική πρόταση που γίνεται δεκτή χωρίς απόδειξη και χρησιμοποιείται ως βάση για τη λογική συναγωγή άλλων προτάσεων. Πβ. αξίωμα. ● ΣΥΜΠΛ.: ευκλείδειο αίτημα βλ. ευκλείδειος ● ΦΡ.: κατόπιν αιτήματος (+ γεν.) (επίσ.): ύστερα από επίσημη προφορική ή γραπτή αξίωση: Παρέχεται δωρεάν νομική συνδρομή ~ ~ός σας. [< αρχ. αἴτημα, γαλλ. demande]

εντολή

εντολή [ἐντολή] ε-ντο-λή ουσ. (θηλ.) 1. διαταγή ή παραγγελία από ανώτερη Αρχή προς υφιστάμενη, η εκτέλεση της οποίας είναι απαραίτητη: αυστηρή/γραπτή/επίσημη/προφορική/υπηρεσιακή ~. ~ ελέγχου/έρευνας. Με εισαγγελική ~. Έλαβε/πήρε ~. Δέχεται/υπακούει σε ~ές. Έχω ~ από τη διοίκηση να μη μιλήσω για το θέμα. Δεν δεσμεύονται από καμία επιτακτική ~. Εκδόθηκε προσωρινή ~ διακοπής των εργασιών. Περιμένω σχετικές ~ές. Δόθηκαν σαφείς ~ές και οδηγίες. Εκτελούσε ~ές ανωτέρων. Πραγματοποιεί την ~ή. Πβ. προσταγή. 2. ΠΛΗΡΟΦ. κωδικοποιημένη οδηγία που δίνεται σε ηλεκτρονικό υπολογιστή ή γενικότ. συσκευή για την εφαρμογή συγκεκριμένης λειτουργίας και η σχετική ενέργεια: ~ αναζήτησης/αποθήκευσης/διαγραφής/εκτέλεσης (εργασίας)/εκτύπωσης/εξόδου/μορφοποίησης. Διαγραφή/εισαγωγή/πλήκτρο ~ής. Γραμμή ~ών. ~ές σε γλώσσα μηχανής (βλ. μακρο~, μικρο~). Βλ. πρόγραμμα, ψευδο~.|| (ΤΗΛΕΠ.) Διενέργεια κλήσεων με φωνητική ~. 3. ΟΙΚΟΝ. διαδικασία κατά την οποία μεταφέρεται ή καταβάλλεται χρηματικό ποσό μέσω τράπεζας, ύστερα από εξουσιοδότηση· το ίδιο το ποσό: ταχυδρομική (βλ. επιταγή)/τηλεγραφική/τηλεφωνική/τραπεζική ~ (πβ. έμβασμα). ~ αγοράς/πληρωμής (ΦΠΑ)/πώλησης. Ακύρωση/διαβίβαση ~ής. Πάγια ~ εξόφλησης λογαριασμού μέσω πιστωτικής κάρτας. Χρηματιστηριακή ~ (: για εκτέλεση συναλλαγής). 4. ΝΟΜ. σύμβαση κατά την οποία ο ένας συμβαλλόμενος (εντολοδόχος) αναλαμβάνει χωρίς αμοιβή να διεκπεραιώσει υπόθεση που του αναθέτει ο άλλος (εντολοδότης): ανέκκλητη ~. ~ αντιπροσώπευσης/εκπροσώπησης. 5. ΠΟΛΙΤ. ανάθεση της πολιτικής εξουσίας σε συγκεκριμένα πρόσωπα ή κόμματα, η οποία προκύπτει μέσω εκλογών: ~ σχηματισμού κυβέρνησης (: από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας). Η κυβέρνηση έχει ισχυρή λαϊκή ~. 6. ΙΣΤ. -ΝΟΜ. προσωρινή κηδεμονία, υπό την εποπτεία της Κοινωνίας των Εθνών, ορισμένων περιοχών με μεγάλη γεωπολιτική σημασία, που μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο έμειναν χωρίς κεντρική εξουσία: καθεστώς ~ής. Εδάφη υπό διεθνή ~. ● ΣΥΜΠΛ.: διερευνητική εντολή: ΠΟΛΙΤ. με την οποία ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας αναθέτει (σε περίπτωση που δεν υπάρχει απόλυτη πλειοψηφία εδρών) σε αρχηγό κόμματος να διερευνήσει αν έχει τη δυνατότητα να σχηματίσει κυβέρνηση που θα μπορέσει να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή. [< γαλλ. mandat exploratoire] , εντολή/διαταγή πληρωμής: ΝΟΜ. τίτλος εκτελεστός που εκδίδεται από ειρηνοδίκη ή δικαστή του μονομελούς πρωτοδικείου, με τον οποίο ο οφειλέτης διατάσσεται να πληρώσει το οφειλόμενο ποσό ή να παράσχει τα οφειλόμενα χρεόγραφα., αρχείο εντολών βλ. αρχείο, κατάθεση (της) εντολής βλ. κατάθεση ● ΦΡ.: δέκα εντολές 1. ΘΕΟΛ. κατάλογος δέκα ηθικών κανόνων που δόθηκαν από τον Θεό στον Μωυσή στο όρος Σινά, σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη. Πβ. δεκάλογος. 2. (μτφ.) απαράβατες αρχές: οι ~ ~ των αγωνιστικών κανονισμών., κατ' εντολή(ν)/βάσει εντολής/εντολών (λόγ.): σύμφωνα με τη διαταγή: Δρουν/ενεργούν/λειτουργούν ~ ~ του διευθυντή/της πολιτικής ηγεσίας/της υπηρεσίας., κατόπιν εντολής (λόγ.): ύστερα από προσταγή: Ο φάκελος της υπόθεσης άνοιξε ~ ~ του εισαγγελέα., καταθέτω την εντολή βλ. καταθέτω [< 1: αρχ. ἐντολή]

παραγγελιά

παραγγελιά πα-ραγ-γε-λιά ουσ. (θηλ.) (λαϊκό) 1. τραγούδι που ζητά από την ορχήστρα πελάτης νυχτερινού κέντρου διασκέδασης, για να το ακούσει ή να το χορέψει μόνος ή με την παρέα του. 2. παραγγελία. [< μεσν. παραγγελιά]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.