Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • καυτερός , ή, ό καυ-τε-ρός επίθ.: που προκαλεί αίσθηση καψίματος στο στόμα και στον λαιμό λόγω της πολύ πικάντικης γεύσης του: ~ή: πιπεριά (πβ. τσίλι)/σάλτσα. ~ό: καρύκευμα (βλ. ταμπάσκο)/κρεμμύδι/πιπέρι. ~ά: μπαχαρικά. Πβ. καυστικός, καυτός.|| (ως ουσ.) ~ή (= τυροκαυτερή). Τα ~ά (ενν. φαγητά). Βλ. -ερός. [< μεσν. καυτερός]

-ερός

-ερός, ή, ό: επίθημα για την παραγωγή επιθέτων που δηλώνουν χαρακτηριστικό, ιδιότητα ή σύσταση: βλαβ~/βροχ~/γυαλιστ~/ζοφ~/θλιβ~/λυπητ~/τρομ~/τρυφ~/τυχ~/φθον~/φοβ~.|| Bαμβακ~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.