βιβλιοκαφέ βι-βλι-ο-κα-φέ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: βιβλιοπωλείο με ειδικά διαμορφωμένο χώρο για καφέ και σνακ, όπου συνήθ. πραγματοποιούνται παρουσιάσεις νέων βιβλίων, αφιερώματα σε συγγραφείς ή μικρές μουσικές εκδηλώσεις. Βλ. καφεθέατρο, καφωδείο.
-βιος, α, ο: β' συνθετικό επιθέτων που δηλώνει το χρονικό διάστημα ή τη διάρκεια ζωής του προσδιοριζόμενου, το περιβάλλον ή τον τρόπο διαβίωσής του: ημερό~/νυκτό~.|| Αιωνό~/βραχύ~/ισό~/μακρό~.|| Αμφί~/λαθρό~/ορεσί~/υδρό~. Βλ. -φιλος, -χαρής.|| (αρνητ. συνυποδ.) Αλητό~/μπαρό~/φυλακό~.
-ές {-έδες}: κατάληξη για τον σχηματισμό αρσενικών ουσιαστικών από δάνειες κυρ. λέξεις: αμαν~/βαλ~/καναπ~/καφ~/μεζ~/μενεξ~/μιναρ~/μπαξ~/μπερ~/ναργιλ~/τενεκ~/φιδ~/φραπ~.
κακαόδεντρο κα-κα-ό-δε-ντρο ουσ. (ουδ.): ΒΟΤ. μικρό αειθαλές δέντρο των τροπικών δασών (επιστ. ονομασ. Theobroma cacao) από τους σπόρους του οποίου παράγεται το κακάο: φυτείες ~ου. Βλ. καφεόδεντρο. [< γαλλ. cacaoyer]
καμηλό κα-μη-λό ουσ. (ουδ.) {άκλ.} & καμιλό: χοντρό, μαλακό και ακριβό ύφασμα κίτρινου-καφέ χρώματος, κυρ. από μαλλί, μετάξι, τρίχωμα ή βαμβάκι· συνεκδ. το αντίστοιχο πανωφόρι ή το συγκεκριμένο χρώμα. Βλ. αγκορά, κασμίρ, μοχέρ.|| (ως επίθ.) ~ παλτό. Βλ. κάμελ. [< γαλλ. camelot]
καφε- κ. καφέ- κ. καφ- & (λαϊκό) καφεδο- κ. καφεδό-: το ουσιαστικό καφές ως α' συνθετικό λέξεων, με αναφορά στον καρπό ή το ρόφημα: καφε-κοπτείο.|| Καφε-ζαχαροπλαστείο. Kαφ-ωδείο.|| Καφεδο-μάγαζο. Καφεδό-μπρικο.
καφεθέατρο κα-φε-θέ-α-τρο ουσ. (ουδ.): μικρός χώρος όπου παρουσιάζονται θεατρικά ή μουσικά δρώμενα και σερβίρονται ποτά. Βλ. βιβλιοκαφέ, καφωδείο. [< γαλλ. café-théâtre, περ. 1965]
καφεόδεντρο κα-φε-ό-δε-ντρο ουσ. (ουδ.) & (λόγ.) καφεόδενδρο: ΒΟΤ. θαμνώδες αειθαλές φυτό των τροπικών περιοχών (οικογ. Rubiaceae, γένος Coffea), το οποίο καλλιεργείται για τους καρπούς του (δρύπες) που μοιάζουν με κεράσι και φέρουν μέσα τους δύο σπέρματα (σπόρους), από την επεξεργασία των οποίων παράγεται ο καφές. Βλ. κακαόδεντρο. ΣΥΝ. καφέα [< αγγλ. coffee-tree, Coffea]
καφεπωλείο [καφεπωλεῖο] κα-φε-πω-λεί-ο ουσ. (ουδ.) (παλαιότ.): κατάστημα πώλησης καφέ. Βλ. καφεκοπτείο, -πωλείο.
καφετζής κα-φε-τζής ουσ. (αρσ.) {σπάν. θηλ. καφετζού} (λαϊκό): ιδιοκτήτης καφενείου. Βλ. -τζής. [< τουρκ. kahveci]
καφετζού κα-φε-τζού ουσ. (θηλ.) (λαϊκό): γυναίκα που ασχολείται συστηματικά, επαγγελματικά ή ερασιτεχνικά, με την καφεμαντεία. Βλ. -ού1.
ντεκαφεϊνέ ντε-κα-φε-ϊ-νέ επίθ. {άκλ.}: για καφέ με ελάχιστη ή καθόλου καφεΐνη, που χρησιμοποιείται συνήθ. ως υποκατάστατο του κανονικού. [< γαλλ. décaféiné, αρχές του 20ού αι., πβ. αγγλ. decaffeinated, 1921]
φραπεδιά φρα-πε-διά ουσ. (θηλ.) (αργκό): φραπέ. Βλ. καφεδιά.
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ