Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 29 εγγραφές  [0-20]


  • καφέ κα-φέ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: καφετέρια. Βλ. βιβλιο~. [< γαλλ. café]
  • καφέ κα-φέ επίθ./ουσ. {άκλ.}: που έχει το χρώμα του καφέ: ~ αρκούδα/μάτια. Σκούρο ~ (= βεγκέ). Βλ. καμηλό, καστανό, σοκολατί.|| (ως ουσ.) Σου πάει το ~ (= καφετί). (στον πληθ.) Τα ~ (ενν. ρούχα). [< γαλλ. café]
  • καφέ μπαρ κα-φέ μπαρ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: κατάστημα που λειτουργεί ως καφετέρια τις πρωινές και απογευματινές ώρες και ως μπαρ τις βραδινές. [< γαλλ. café-bar]
  • καφε- κ. καφέ- κ. καφ- & (λαϊκό) καφεδο- κ. καφεδό-: το ουσιαστικό καφές ως α' συνθετικό λέξεων, με αναφορά στον καρπό ή το ρόφημα: καφε-κοπτείο.|| Καφε-ζαχαροπλαστείο. Kαφ-ωδείο.|| Καφεδο-μάγαζο. Καφεδό-μπρικο.
  • καφέα βλ. καφεόδεντρο
  • καφέα κα-φέ-α ουσ. (θηλ.): ΒΟΤ. καφεόδεντρο. [< αγγλ. coffea]
  • καφεδής , -ιά, -ί κα-φε-δής επίθ. (σπάν.-λαϊκό): καφετής.
  • καφεδιά κα-φε-διά ουσ. (θηλ.) (αργκό): καφές. Βλ. φραπεδιά.
  • καφεδο- βλ. καφε-
  • καφεζαχαροπλαστείο [καφεζαχαροπλαστεῖο] κα-φε-ζα-χα-ρο-πλα-στεί-ο ουσ. (ουδ.) (επίσ.): κατάστημα που λειτουργεί συγχρόνως ως ζαχαροπλαστείο και καφετέρια.
  • καφεθέατρο κα-φε-θέ-α-τρο ουσ. (ουδ.): μικρός χώρος όπου παρουσιάζονται θεατρικά ή μουσικά δρώμενα και σερβίρονται ποτά. Βλ. βιβλιοκαφέ, καφωδείο. [< γαλλ. café-théâtre, περ. 1965]
  • καφεΐνη κα-φε-ΐ-νη ουσ. (θηλ.): ΧΗΜ. αλκαλοειδές (σύμβ. C8H10N4O2) που βρίσκεται στα φύλλα, τους σπόρους ή τους καρπούς διάφορων φυτών, π.χ. του καφεόδεντρου, του κακαόδεντρου, του τεϊόδεντρου, και αποτελεί διεγερτικό του κεντρικού νευρικού συστήματος: Αυξημένη πρόσληψη ~ης μπορεί να προκαλέσει νευρικότητα. Πβ. τεΐνη. Βλ. ντεκαφεϊνέ, ξανθίνη. [< γαλλ. caféine]
  • καφεκοπτείο [καφεκοπτεῖο] κα-φε-κο-πτεί-ο ουσ. (ουδ.) (επίσ.): κατάστημα όπου γίνεται χαρμάνιασμα, καβούρδισμα, κοπή και πώληση καφέ· πωλούνται, επίσης, σε αυτό γλυκίσματα, ξηροί καρποί και ποτά. Βλ. καφεπωλείο.
  • καφεκόπτης κα-φε-κό-πτης ουσ. (αρσ.) 1. συσκευή (μύλος) που αλέθει τους κόκκους του καφέ. 2. ιδιοκτήτης καφεκοπτείου.
  • καφεμαντεία κα-φε-μα-ντεί-α ουσ. (θηλ.): μαντική μέθοδος κατά την οποία πιστεύεται ότι το μέλλον μπορεί να προβλεφθεί, παρατηρώντας είτε τα σχέδια-σύμβολα που δημιουργεί το κατακάθι του καφέ, όταν αναποδογυριστεί το φλιτζάνι, είτε τις φουσκάλες που σχηματίζονται στο καϊμάκι. Βλ. καφετζού, -μαντεία.
  • καφενειακός , ή, ό κα-φε-νει-α-κός επίθ. (μειωτ.): χαμηλού επιπέδου: ~ή: συζήτηση (= καφενείου). ~ά: σχόλια.
  • καφενείο [καφενεῖο] κα-φε-νεί-ο ουσ. (ουδ.) 1. παραδοσιακό κατάστημα όπου συχνάζουν κυρ. άνδρες μέσης και τρίτης ηλικίας, για να παίξουν συνήθ. τάβλι και χαρτιά, και στο οποίο σερβίρονται (ελληνικός) καφές, οινοπνευματώδη, αναψυκτικά και ορεκτικά: το ~ του χωριού. Βλ. καφετζής.|| (κατ' επέκτ., αντίστοιχος χώρος συγκέντρωσης ανθρώπων των γραμμάτων και των τεχνών:) Καλλιτεχνικό/φιλολογικό ~. Βλ. καφεθέατρο, καφωδείο, λέσχη. ΣΥΝ. καφενές 2. (μτφ.-προφ.-αρνητ. συνυποδ.) χώρος ή σύνολο ανθρώπων όπου επικρατεί φασαρία και έλλειψη τάξης και πειθαρχίας: Εδώ είναι σχολείο, δεν είναι ~!|| (συνήθ. στο ποδόσφαιρο) Ομάδα-~. ● Υποκ.: καφενεδάκι (το): στη σημ. 1. ● ΣΥΜΠΛ.: συζήτηση/κουβέντα καφενείου: διάλογος χωρίς σοβαρά και βάσιμα επιχειρήματα. Πβ. καφενειακός.
  • καφενές κα-φε-νές ουσ. (αρσ.) (λαϊκό): καφενείο. Βλ. -ές. [< μεσν. καφενές < τουρκ. kahvehane]
  • καφενόβιος , α, ο κα-φε-νό-βι-ος επίθ./ουσ. (προφ.-μειωτ.): που περνά την ώρα του στο καφενείο· αργόσχολος. Βλ. -βιος, μπαρόβιος. [< γαλλ. pilier de café]
  • καφεόδεντρο κα-φε-ό-δε-ντρο ουσ. (ουδ.) & (λόγ.) καφεόδενδρο: ΒΟΤ. θαμνώδες αειθαλές φυτό των τροπικών περιοχών (οικογ. Rubiaceae, γένος Coffea), το οποίο καλλιεργείται για τους καρπούς του (δρύπες) που μοιάζουν με κεράσι και φέρουν μέσα τους δύο σπέρματα (σπόρους), από την επεξεργασία των οποίων παράγεται ο καφές. Βλ. κακαόδεντρο. ΣΥΝ. καφέα [< αγγλ. coffee-tree, Coffea]

βιβλιοκαφέ

βιβλιοκαφέ βι-βλι-ο-κα-φέ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: βιβλιοπωλείο με ειδικά διαμορφωμένο χώρο για καφέ και σνακ, όπου συνήθ. πραγματοποιούνται παρουσιάσεις νέων βιβλίων, αφιερώματα σε συγγραφείς ή μικρές μουσικές εκδηλώσεις. Βλ. καφεθέατρο, καφωδείο.

-βιος

-βιος, α, ο: β' συνθετικό επιθέτων που δηλώνει το χρονικό διάστημα ή τη διάρκεια ζωής του προσδιοριζόμενου, το περιβάλλον ή τον τρόπο διαβίωσής του: ημερό~/νυκτό~.|| Αιωνό~/βραχύ~/ισό~/μακρό~.|| Αμφί~/λαθρό~/ορεσί~/υδρό~. Βλ. -φιλος, -χαρής.|| (αρνητ. συνυποδ.) Αλητό~/μπαρό~/φυλακό~.

-ές

-ές {-έδες}: κατάληξη για τον σχηματισμό αρσενικών ουσιαστικών από δάνειες κυρ. λέξεις: αμαν~/βαλ~/καναπ~/καφ~/μεζ~/μενεξ~/μιναρ~/μπαξ~/μπερ~/ναργιλ~/τενεκ~/φιδ~/φραπ~.

κακαόδεντρο

κακαόδεντρο κα-κα-ό-δε-ντρο ουσ. (ουδ.): ΒΟΤ. μικρό αειθαλές δέντρο των τροπικών δασών (επιστ. ονομασ. Theobroma cacao) από τους σπόρους του οποίου παράγεται το κακάο: φυτείες ~ου. Βλ. καφεόδεντρο. [< γαλλ. cacaoyer]

καμηλό

καμηλό κα-μη-λό ουσ. (ουδ.) {άκλ.} & καμιλό: χοντρό, μαλακό και ακριβό ύφασμα κίτρινου-καφέ χρώματος, κυρ. από μαλλί, μετάξι, τρίχωμα ή βαμβάκι· συνεκδ. το αντίστοιχο πανωφόρι ή το συγκεκριμένο χρώμα. Βλ. αγκορά, κασμίρ, μοχέρ.|| (ως επίθ.) ~ παλτό. Βλ. κάμελ. [< γαλλ. camelot]

καφε-

καφε- κ. καφέ- κ. καφ- & (λαϊκό) καφεδο- κ. καφεδό-: το ουσιαστικό καφές ως α' συνθετικό λέξεων, με αναφορά στον καρπό ή το ρόφημα: καφε-κοπτείο.|| Καφε-ζαχαροπλαστείο. Kαφ-ωδείο.|| Καφεδο-μάγαζο. Καφεδό-μπρικο.

καφεθέατρο

καφεθέατρο κα-φε-θέ-α-τρο ουσ. (ουδ.): μικρός χώρος όπου παρουσιάζονται θεατρικά ή μουσικά δρώμενα και σερβίρονται ποτά. Βλ. βιβλιοκαφέ, καφωδείο. [< γαλλ. café-théâtre, περ. 1965]

καφεόδεντρο

καφεόδεντρο κα-φε-ό-δε-ντρο ουσ. (ουδ.) & (λόγ.) καφεόδενδρο: ΒΟΤ. θαμνώδες αειθαλές φυτό των τροπικών περιοχών (οικογ. Rubiaceae, γένος Coffea), το οποίο καλλιεργείται για τους καρπούς του (δρύπες) που μοιάζουν με κεράσι και φέρουν μέσα τους δύο σπέρματα (σπόρους), από την επεξεργασία των οποίων παράγεται ο καφές. Βλ. κακαόδεντρο. ΣΥΝ. καφέα [< αγγλ. coffee-tree, Coffea]

καφεπωλείο

καφεπωλείο [καφεπωλεῖο] κα-φε-πω-λεί-ο ουσ. (ουδ.) (παλαιότ.): κατάστημα πώλησης καφέ. Βλ. καφεκοπτείο, -πωλείο.

καφετζής

καφετζής κα-φε-τζής ουσ. (αρσ.) {σπάν. θηλ. καφετζού} (λαϊκό): ιδιοκτήτης καφενείου. Βλ. -τζής. [< τουρκ. kahveci]

καφετζού

καφετζού κα-φε-τζού ουσ. (θηλ.) (λαϊκό): γυναίκα που ασχολείται συστηματικά, επαγγελματικά ή ερασιτεχνικά, με την καφεμαντεία. Βλ. -ού1.

ντεκαφεϊνέ

ντεκαφεϊνέ ντε-κα-φε-ϊ-νέ επίθ. {άκλ.}: για καφέ με ελάχιστη ή καθόλου καφεΐνη, που χρησιμοποιείται συνήθ. ως υποκατάστατο του κανονικού. [< γαλλ. décaféiné, αρχές του 20ού αι., πβ. αγγλ. decaffeinated, 1921]

φραπεδιά

φραπεδιά φρα-πε-διά ουσ. (θηλ.) (αργκό): φραπέ. Βλ. καφεδιά.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.