Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • καφετής , -ιά, -ί κα-φε-τής επίθ. & καφετί {άκλ.} (προφ.): που έχει καφέ χρώμα. Βλ. κανελής, καστανός, κεραμιδής. ● Ουσ.: καφετί (το) {άκλ.}: το αντίστοιχο χρώμα.

κανελής

κανελής, -ιά, -ί κα-νε-λής επίθ. & κανελλής & {άκλ.} κανελί: που έχει το χρώμα της κανέλας, δηλ. ανάμεσα στο καφέ και το κόκκινο. ● Ουσ.: κανελί (το) {άκλ.}: το αντίστοιχο χρώμα.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.