Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


κεντώ

κεντώ [κεντῶ] κε-ντώ ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {κεντ-άς ..., -ώντας | κέντ-ησε, -ήσει, -ιέται, -ήθηκε, -ηθεί, -ημένος} & κεντάω 1. δημιουργώ διακοσμητικά σχέδια σε ύφασμα με τη χρήση βελόνας και κλωστών: ~ησε σεμεδάκια/τραπεζομάντιλα.|| ~άει σταυροβελονιά. Νυφικό ~ημένο (= κεντητό) στο χέρι. Βλ. πλέκω, ράβω, υφαίνω. ΣΥΝ. ξομπλιάζω (1) 2. (μτφ.-προφ.) επιτυγχάνω ή δημιουργώ κάτι εντυπωσιακό, προϊόν λεπτής και επιδέξιας τεχνικής: Η ομάδα ~ούσε στον αγωνιστικό χώρο (: έκανε εντυπωσιακή εμφάνιση). ~ησε με τις πενιές του τα τραγούδια. Καλά, πάλι ~ησε! (πβ. έγραψε)! Πβ. ζωγραφίζω. 3. (σπάν.-λόγ.) διατρυπώ με αιχμηρό αντικείμενο. [< 1,2 : μεσν. κεντώ 3: αρχ. κεντῶ]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.