Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 5 εγγραφές  [0-5]


  • κεντρί κε-ντρί ουσ. (ουδ.) {κεντρ-ιού} 1. ΖΩΟΛ.-ΒΙΟΛ. αιχμηρό όργανο ορισμένων ζώων με το οποίο τσιμπούν το θύμα τους και εγχέουν δηλητήριο στο σώμα του: ~ σαλαχιού/σκορπιού/σφήκας. Αφαίρεση ~ιού μέλισσας από το δέρμα. 2. (μτφ.) καυστικό σχόλιο: το ~ της κριτικής. Πβ. αιχμή, καρφί. Βλ. μπηχτή. [< μτγν. κεντρίον]
  • κεντρίζω κε-ντρί-ζω ρ. (μτβ.) {κέντρι-σε, κεντρί-σει, -στηκε, -στεί, -σμένος, κεντρίζ-οντας, συνήθ. στην ενεργ. φωνή} 1. (μτφ.) κινητοποιώ κάποια νοητική λειτουργία: Εικόνες που (μας) ~ουν το ενδιαφέρον/την περιέργεια/την προσοχή/τη φαντασία. Πβ. διεγείρω, εξάπτω, προκαλώ. 2. (σπάν.) τσιμπώ με αιχμηρό αντικείμενο συνήθ. υποζύγιο για να ξεκινήσει ή να κινηθεί πιο γρήγορα: Ο αναβάτης ~σε το άλογο με τα σπιρούνια. Πβ. σπιρουνίζω.κεντρίζει: (για ζώο) τρυπά με το κεντρί: Τον ~σε μέλισσα. Πβ. τσιμπά. [< αρχ. κεντρίζω]
  • κεντρικός , ή, ό κε-ντρι-κός επίθ. {κεντρικότ-ερος, κεντρικότ-ατος} 1. που βρίσκεται στο κέντρο ή κοντά σε αυτό: ~ός: δρόμος (βλ. πολυσύχναστος)/σιδηροδρομικός σταθμός. ~ή: αγορά/βιβλιοθήκη/είσοδος/πλατεία. ~ό: κτίριο/λιμάνι/ξενοδοχείο. Το ~ό πάρκο/στο ~ερο σημείο μιας πόλης. Ενοικιάζεται ~ό κατάστημα. Η στέγη στηρίζεται σε τέσσερις ~ούς κίονες (πβ. μεσαίος. ΑΝΤ. ακριανός). ΑΝΤ. απόκεντρος, απόμερος.|| (ΓΕΩΓΡ.) ~ή: Αμερική/Ευρώπη. Βλ. γεω~.|| (για ποδοσφαιριστή) ~ός: αμυντικός/επιθετικός/μέσος (πβ. χαφ). ΑΝΤ. απόκεντρος, απόμερος 2. που αποτελεί το οργανωτικό και συντονιστικό τμήμα ενός συνόλου: ~ός: φορέας. ~ή: διεύθυνση/εξουσία/κεραία. ~ό: αρχηγείο/επιτελείο/λιμεναρχείο/όργανο/σύστημα. ~ές: εγκαταστάσεις (εταιρείας). ~ά: γραφεία (πβ. έδρα). ~ή Επιτροπή/Υπηρεσία. ~ό Συμβούλιο. (ΟΙΚΟΔ.) ~ αποχετευτικός αγωγός. (ΙΑΤΡ.) ~ό: νευρικό σύστημα (: εγκέφαλος, νωτιαίος μυελός). ΑΝΤ. περιφερειακός. 3. βασικός, κύριος, σημαντικός: ~ός: εισηγητής/ήρωας/ομιλητής/ρόλος/χαρακτήρας. ~ή: διάλεξη/ιδέα (πβ. δεσπόζουσα)/ομιλία. ~ό: πρόβλημα. ~ά: αιτήματα/συμπεράσματα. Τα ~ά σημεία μιας διδασκαλίας/ενός μαθήματος. ~οί στόχοι ενός προγράμματος. Πβ. εξέχων, θεμελιώδης, πρωτεύων.|| ~ό: δελτίο ειδήσεων. ~ές: φυλακές (: για ποινή φυλάκισης από ένα έτος και πάνω· βλ. αγροτ-, δικαστ-ικός). ● Ουσ.: κεντρικά (τα) 1. ενν. γραφεία επιχείρησης, οργανισμού: Για περισσότερες πληροφορίες απευθυνθείτε στα ~ μας. 2. γεωγραφική περιοχή που βρίσκεται στο κέντρο χώρας ή ηπείρου: (σε δελτίο καιρού) Στα ~ και στα βόρεια θα πνέουν πολύ ισχυροί άνεμοι. ● επίρρ.: κεντρικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: κεντρική τράπεζα: ΟΙΚΟΝ. χρηματοπιστωτικό ίδρυμα κράτους που εποπτεύει και ελέγχει τις εγχώριες τράπεζες, ρυθμίζει την πολιτική τους και εκδίδει το εθνικό νόμισμα: Ευρωπαϊκή ~ ~ (ακρ. ΕΚΤ). Βλ. δημοσιονομική πολιτική., κεντρικό κλείδωμα: ΤΕΧΝΟΛ. (σε αυτοκίνητα) σύστημα για ταυτόχρονο κλείδωμα ή ξεκλείδωμα όλων των θυρών με κατάλληλο κλειδί ή ηλεκτρονική συσκευή: ~ ~ με τηλεχειριστήριο., κεντρικός αγωγός ύδρευσης: σωλήνας με μεγάλη διάμετρο, τοποθετημένος κάτω από την επιφάνεια του εδάφους αστικής περιοχής, που τροφοδοτεί με νερό το δίκτυο και τις κατοικίες της., κεντρικός άξονας 1. (μτφ.) βασικό σημείο, κατευθυντήρια γραμμή: ~ ~ της ιστορίας/της ομιλίας/του προβληματισμού. ~ ~ της πολιτικής/στρατηγικής μας είναι ... Οι ~οί ~ες του νομοσχεδίου. Το συνέδριο έχει (ως) ~ό άξονα … 2. ΤΕΧΝΟΛ. στενόμακρο μεταλλικό εξάρτημα που είναι τοποθετημένο εγκάρσια στο κάτω μέρος του αυτοκινήτου και μεταδίδει την κίνηση στους τροχούς: ~ ~ μετάδοσης. Βλ. ημιαξόνιο., αρχική/κεντρική σελίδα βλ. σελίδα, κεντρική θέρμανση βλ. θέρμανση, κεντρική μονάδα επεξεργασίας βλ. μονάδα, κεντρικός κλιματισμός βλ. κλιματισμός, κεντρικός υπολογιστής βλ. υπολογιστής, κύρια/κεντρική μνήμη βλ. μνήμη, οικονομικός/κεντρικός προγραμματισμός/σχεδιασμός βλ. οικονομικός [< μτγν. κεντρικός, γαλλ. central]
  • κεντρικότητα κε-ντρι-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (λόγ.): η ιδιότητα του κεντρικού: η ~ μιας περιοχής. Πβ. κομβικότητα.|| (μτφ.) Ανάδειξη της ~ας του οικολογικού ζητήματος. Πβ. κρισιμ-, σημαντικ-, σπουδαι-ότητα. Βλ. εκ~, ελληνο~. [< γαλλ. centralité]
  • κέντρισμα κέ-ντρι-σμα ουσ. (ουδ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κεντρίζω: (μτφ.) ~ του ενδιαφέροντος. Πβ. αφύπνιση, διέγερση, ξύπνημα.|| ~ μέλισσας. Πβ. δάγκωμα, δήγμα, νυγμός, νύξη, τσίμπημα. [< μεσν. κέντρισμα]

ημιαξόνιο

ημιαξόνιο [ἡμιαξόνιο] η-μι-α-ξό-νι-ο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -ίου | συνήθ. στον πληθ.}: ΤΕΧΝΟΛ. καθένας από τους δύο άξονες που μεταφέρουν την κίνηση στους τροχούς του αυτοκινήτου, συνδέοντάς τους με το διαφορικό: αριστερό/δεξί/σπασμένο ~. Ενισχυμένα ~α. Φούσκες ~ίων. [< γαλλ. demi-axe]

θέρμανση

θέρμανση θέρ-μαν-ση ουσ. (θηλ.) ΑΝΤ. ψύξη 1. αύξηση της θερμοκρασίας ενός χώρου με τεχνητά μέσα· συνεκδ. το δίκτυο παραγωγής και μεταφοράς της θερμότητας: οικιακή ~. Ηλιακή ~ κτιρίου. ~ με φυσικό αέριο. Επίδομα (πετρελαίου) θέρμανσης. (Εναλλακτικές) πηγές ~ης. Συσκευές/σώματα ~ης (βλ. αερόθερμο, καλοριφέρ, σόμπα). ~-αερισμός-κλιματισμός.|| (Ηλεκτρική) ~ δαπέδου (= ενδοδαπέδια). Απόδοση ~ης. Η ~ δεν λειτουργεί. Βλ. προ~, τηλε~. 2. (γενικότ.) ζέσταμα: ~ του νερού. ~ του γυαλιού (βλ. πυράκτωση). ~ τροφίμων (βλ. φούρνος μικροκυμάτων). Βλ. ανα~. ● ΣΥΜΠΛ.: αυτόνομη θέρμανση & ατομική θέρμανση: εγκατάσταση για ανεξάρτητη ρύθμιση της θέρμανσης χώρου, συνήθ. διαμερίσματος: ηλεκτροβάνα/θερμοστάτης ~ης ~ης. Μονοκατοικία/οικοδομή/σπίτι με ~ ~. ~ ~ αερίου., κεντρική θέρμανση: μονάδα που παρέχει θέρμανση ή/και ζεστό νερό σε όλα τα διαμερίσματα κτιρίου: σύστημα ~ής ~ης. Ο καυστήρας/ο λέβητας/οι σωληνώσεις της ~ής ~ης., υπερθέρμανση/θέρμανση του πλανήτη βλ. υπερθέρμανση [< αρχ. θέρμανσις, γαλλ. chauffage]

κλιματισμός

κλιματισμός κλι-μα-τι-σμός ουσ. (αρσ.): ΤΕΧΝΟΛ. δημιουργία ή/και διατήρηση σε κλειστό χώρο καθορισμένων συνθηκών θερμοκρασίας, υγρασίας και (εξ)αερισμού, ανεξάρτητα από τον καιρό· (κυρ. συνεκδ.) το σύνολο των τεχνικών μέσων που χρησιμοποιούνται για αυτόν τον σκοπό: αυτόματος/γεωθερμικός/οικιακός/ρυθμιζόμενος ~. ~ αυτοκινήτων/γραφείων/κτιρίων. Μηχανήματα/μονάδες/συσκευές ~ού (= αιρκοντίσιον, κλιματιστικό). Βάζω ~ό (= ανοίγω, θέτω σε λειτουργία ή εγκαθιστώ, τοποθετώ). Πάλι δεν λειτουργεί/χάλασε ο ~; Η αίθουσα/το λεωφορείο διαθέτει ~ό (= κλιματίζεται).|| (κατ' επέκτ.) Κτίρια με φυσικό ~ό (= δροσερό αέρα· ΑΝΤ. τεχνητός ~). Βλ. βιοκλιματική αρχιτεκτονική, -ισμός. ● ΣΥΜΠΛ.: αυτόνομος κλιματισμός: σύστημα κλιματισμού με ανεξάρτητη ρύθμιση. Βλ. αυτόνομη θέρμανση., ηλιακός κλιματισμός: κλιματιστικό σύστημα μεγάλων εγκαταστάσεων (π.χ. εργοστασίων), στο οποίο το ζεστό νερό των ηλιακών συλλεκτών ψύχεται με ειδικούς ψύκτες και κατόπιν οδηγείται με σωληνώσεις σε συμβατικές κλιματιστικές μονάδες. Βλ. αντλία θερμότητας. [< αγγλ. solar air conditioning] , κεντρικός κλιματισμός: σύστημα κλιματισμού κτιρίων στο οποίο ο αέρας ψύχεται ή θερμαίνεται σε μια κεντρική μονάδα (π.χ. λέβητας) και κατόπιν διοχετεύεται σε διάφορους χώρους μέσω αεραγωγών: ~ ~ κοινόχρηστων χώρων. Βλ. κεντρική θέρμανση. [< γαλλ. climatisation, περ. 1920]

μνήμη

μνήμη μνή-μη ουσ. (θηλ.) 1. ικανότητα του νου να διατηρεί και να ανακαλεί εικόνες, γεγονότα, παραστάσεις, γνώσεις και συνεκδ. η αντίστοιχη λειτουργία και το σχετικό τμήμα του εγκεφάλου: αγχίνους/αδύνατη/ακουστική/ασθενική/βραχυπρόθεσμη/γερή/δυνατή/ισχυρή/κακή/καλή/κριτική/λειτουργική/μακροπρόθεσμη/μηχανική/μουσική/μυϊκή/οπτική/πρόσφατη/φωτογραφική ~. Άδηλη/δηλωτική/διαδικαστική/έκδηλη ~. Αδυναμία/απώλεια (πβ. αμνησία, λήθη)/διαταραχές/εξάσκηση/επιδείνωση της/κενά/παιχνίδι ~ης. Ανασύρω/διατηρώ/έρχεται/έχω/συγκρατώ/φέρνω (κάτι) στη ~ μου. Εξασκώ/τονώνω/χάνω τη ~ μου. (Κάτι) διασώζεται/εντυπώνεται/μένει/χαράσσεται στη ~ μου (= το θυμάμαι). Η ημέρα αυτή θα μείνει βαθιά χαραγμένη στη ~ μας. Δεν με βοηθάει η ~ μου. Για να φρεσκάρω τη ~ σας, να σας υπενθυμίσω ότι ... Διαθέτει εξαιρετική ~. Με πρόδωσε η ~ μου (= ξέχασα). Η ~ μου με εγκαταλείπει. Πβ. θυμητικό, μνημονικό.|| Συναισθηματική ~ (: αναβίωση της συναισθηματικής κατάστασης που προκάλεσε μια εμπειρία). 2. ανάμνηση προσώπου, πράγματος ή γεγονότος και γενικότ. ιστορικού παρελθόντος, εμπειρίας: ατομική/δημόσια/ιδιαίτερη/ιερή/ιστορική/κοινή/προγονική/συλλογική ~. Εκδήλωση/εορτή/επέτειος/ημέρα/τελετή ~ης. Αμαυρώνω/διατηρώ/κηλιδώνω/προσβάλλω τη ~ (κάποιου). Έθνος χωρίς ~. Η ~ του θα παραμείνει για πάντα ζωντανή μέσα μας/στην καρδιά μας. Είναι ακόμη παρών/ζει στη ~ μας. Αποκαταστάθηκε η ~ του. Πβ. θύμηση.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Στις 17 Ιουλίου εορτάζεται/τιμάται η ~ της Αγίας Μαρίνας.|| Εφηβικές/παιδικές ~ες. ~ες του λαού/του πολέμου/του τόπου. Νωπές οι ~ες του παρελθόντος. Ο πρόσφατος σεισμός ξύπνησε εφιαλτικές ~ες. 3. ΠΛΗΡΟΦ. λειτουργική μονάδα σε ηλεκτρονικό υπολογιστή για την αποθήκευση δεδομένων, απ' όπου είναι δυνατή η γρήγορη ανάκτησή τους και η παρουσίασή τους στην οθόνη: εξωτερική/εσωτερική/μαγνητική/μεταφραστική/φορητή ~. Διεύθυνση/κύτταρο/λειτουργία/μέγεθος/σύστημα/ταχύτητα/χωρητικότητα ~ης. ~ ένα γιγαμπάιτ.|| (κατ' επέκτ.) ~ ηλεκτρονικού εγκεφάλου/(κινητού) τηλεφώνου. ● ΣΥΜΠΛ.: δευτερεύουσα/περιφερειακή/βοηθητική μνήμη: ΠΛΗΡΟΦ. κάθε συσκευή αποθήκευσης δεδομένων που δεν είναι απευθείας προσπελάσιμη από την κεντρική μονάδα και διαφοροποιείται από την κύρια μνήμη του υπολογιστή. [< αγγλ. secondary memory, 1970] , ενδιάμεση/κρυφή/λανθάνουσα μνήμη: ΠΛΗΡΟΦ. τμήμα της κύριας μνήμης του υπολογιστή που χρησιμοποιείται για προσωρινή αποθήκευση δεδομένων πριν τη μεταβίβασή τους σε περιφερειακή συσκευή. [< αγγλ. cache (memory), 1968] , επιλεκτική μνήμη: ΨΥΧΟΛ. διανοητική διεργασία συγκράτησης πληροφοριών κατόπιν επιλογής· (κυρ. ειρων.) για κάποιον που θυμάται μόνο ό,τι τον συμφέρει, που προσποιείται ότι έχει ξεχάσει τα υπόλοιπα: ~ ~ για τις αρνητικές αναμνήσεις και εμπειρίες.|| ~ ~ και συλλογική αμνησία. Έχει ~ ~. [< αγγλ. selective memory] , κύρια/κεντρική μνήμη: ΠΛΗΡΟΦ. RAM., μνήμη RAM/τυχαίας προσπέλασης: ΠΛΗΡΟΦ. ολοκληρωμένο κύκλωμα μνήμης για ανάγνωση, εγγραφή και επεξεργασία δεδομένων που χάνονται μόλις διακοπεί η ηλεκτρική τροφοδοσία του υπολογιστή. [< αγγλ. random-access memory, 1953] , πτητική μνήμη: ΠΛΗΡΟΦ. που δεν διατηρεί τα περιεχόμενά της μετά τη διακοπή της τροφοδοσίας του υπολογιστή με το ρεύμα: Η ROM/οι σκληροί δίσκοι είναι μη ~ ~. [< αγγλ. volatile memory, 1950] , εικονική μνήμη βλ. εικονικός, κάρτα μνήμης βλ. κάρτα ● ΦΡ.: αν δεν με απατά/γελά η μνήμη μου: αν θυμάμαι σωστά, καλά: ~ ~, κάπου έχουμε ξανασυναντηθεί., από μνήμης: χωρίς να συμβουλεύομαι γραπτές σημειώσεις, απέξω: Απαγγέλλω ~ ~. ΣΥΝ. από στήθους [< γαλλ. de mémoire] , μνήμη ROM/μόνο για ανάγνωση: ΠΛΗΡΟΦ. το περιεχόμενο της οποίας δεν μπορεί να τροποποιήσει ούτε να διαγράψει ο χρήστης., στη μνήμη (κάποιου) & (λόγ.) εις μνήμη(ν) προς ανάμνηση ή τιμή ενός προσώπου που δεν ζει: αγώνας/δωρεά/εκδήλωση/εορτή/συναυλία ~ ~ του ... Το έργο/βιβλίο αφιερώνεται στη ~ της ..., (έχει) μνήμη ελέφαντα βλ. ελέφαντας, (έχει) μνήμη χρυσόψαρου βλ. χρυσόψαρο, αιωνία σου/του/της η μνήμη βλ. αιώνιος, αλήστου μνήμης βλ. άληστος, ανακαλώ στη μνήμη (μου) βλ. ανακαλώ, μου έρχεται/μου 'ρχεται/φέρνω (κάποιον ή κάτι) στο μυαλό/στο(ν) νου/στη σκέψη/στη μνήμη βλ. έρχομαι [< 1,2: αρχ. μνήμη, γαλλ. mémoire 3: αγγλ. memory, 1946]

μονάδα

μονάδα μο-νά-δα ουσ. (θηλ.) {-ας (λόγ.) -ος} 1. ενιαία και αυτοτελής οντότητα (οικονομική, επιχειρηματική, οργανική) με καθορισμένες λειτουργίες, τμήμα ενός ευρύτερου συνόλου: βιομηχανική/βιοτεχνική/εκπαιδευτική/εμπορική/ερευνητική/θερμοηλεκτρική/κοινωνική/κτηνοτροφική/ξενοδοχειακή/οικιστική/οργανωμένη/πανεπιστημιακή/πιλοτική/συμβουλευτική/τουριστική/υγειονομική/υδροηλεκτρική ~. ~ ανάπτυξης/αξιολόγησης/εμπορίας (αγαθών)/εξυπηρέτησης (πελατών)/παραγωγής/παρακολούθησης (διαγωνισμών και συμβάσεων)/πληροφόρησης/προγραμματισμού/τεκμηρίωσης/υγείας/υποστήριξης. Δημιουργία/διευθυντής/επέκταση/ίδρυση/λειτουργία ~ας. Το κύτταρο ως θεμελιώδης βιολογική ~. Κόστος εργασίας ανά ~ προϊόντος.|| (ΙΑΤΡ.) Καρδιοχειρουργική/ογκολογική/οφθαλμολογική ~. ~ νοσοκομείου/τεχνητού νεφρού. Κινητή ~ υγείας.|| (ΓΛΩΣΣ.) Λεξική ~.|| (για πρόσ.) Υπολογίσιμη ~ στην ομάδα. Οι εργάτες αποτελούν βασικές ~ες στην επιχείρηση. Βλ. μικρο~. 2. ΜΕΤΡΟΛ. προκαθορισμένο και κοινά αποδεκτό μέγεθος ή ποσότητα για τη μέτρηση ομοειδών μεγεθών ή ποσοτήτων: βασική/εκατοστιαία/παράγωγη ~. ~ αξίας/βάρους/δύναμης/ενέργειας/έργου/θερμοκρασίας/ισχύος/μάζας/μήκους (βλ. μέτρο, μίλι)/όγκου/πίεσης/πληροφορίας (βλ. μπιτ)/χρόνου (βλ. λεπτό)/χωρητικότητας. Τιμή ~ας. Σύστημα ~ων.|| (προφ.) Γράφουν/πέφτουν οι ~ες (: ένδειξη καταβαλλόμενου ποσού σε μετρητή τηλεφωνικής επικοινωνίας ή σε ταξί). Έχω/(μου) τελείωσαν οι ~ες στο κινητό. Ο Γενικός Δείκτης Τιμών του Χρηματιστηρίου Αθηνών ξεπέρασε τις ... ~ες. 3. ΠΛΗΡΟΦ. μέρος ηλεκτρονικής συσκευής και κυρ. ηλεκτρονικού υπολογιστή που εκτελεί συγκεκριμένη εργασία: ψηφιακή ~. ~ αναπαραγωγής/απεικόνισης/αποθήκευσης/διαχείρισης/(σκληρού) δίσκου/εγγραφής/εισόδου/ελέγχου/τροφοδοσίας. 4. ΜΑΘ. ο μικρότερος θετικός ακέραιος αριθμός με την επανάληψη του οποίου προκύπτουν οι άλλοι ακέραιοι αριθμοί· κάθε ακέραιος από το 0 ως το 9: αρνητική/θετική/κλασματική ~. Λύση με αναγωγή στη ~. Σύμβολο της ~ας είναι το 1.|| (ειδικότ.) Ο αριθμός 587 έχει πέντε εκατοντάδες, οκτώ δεκάδες και επτά ~ες. Βλ. -άδα.|| Βαθμολογούμαι με ~ (: με τον μικρότερο βαθμό). Όσοι γράψουν μόνο το όνομά τους στο διαγώνισμα, θα πάρουν ~! 5. ΣΤΡΑΤ. (στον Στρατό και τα Σώματα Ασφαλείας) το κατώτερο συνήθ. τμήμα όπλου ή σώματος με διοικητική αυτονομία και συνεκδ. ο χώρος όπου είναι εγκατεστημένο: αεροπορική/ειδική/επίλεκτη/ναυτική ~. Mεγάλη ~ (βλ. μεραρχία, στρατιά). Μικρή ~ (βλ. λόχος, σύνταγμα, τάγμα). ~ πεζικού/πυροβολικού/τεθωρακισμένων. Μάχιμες ~ες. Απόσπαση/επιθεώρηση/μετάθεση/παρουσίαση/υπηρεσία σε ~.|| ~ες Αποκατάστασης (της) Τάξης (ακρ. ΜΑΤ). Ειδική Κατασταλτική Αντιτρομοκρατική ~ (ακρ. ΕΚΑΜ). ● ΣΥΜΠΛ.: κάθετη μονάδα: ΟΙΚΟΝ. βιομηχανία, επιχείρηση που αναλαμβάνει και ελέγχει όλο το φάσμα των δραστηριοτήτων, από την παραγωγή και την επεξεργασία, μέχρι την πώληση των προϊόντων ή/και των υπηρεσιών. Βλ. κάθετη παραγωγή. [< αγγλ. vertical union, 1933] , κεντρική μονάδα επεξεργασίας & κεντρική επεξεργαστική μονάδα: ΠΛΗΡΟΦ. κεντρικό εξάρτημα ηλεκτρονικού υπολογιστή που είναι υπεύθυνο για τον έλεγχο όλων των επιμέρους τμημάτων του και την εκτέλεση εντολών. Πβ. μικροεπεξεργαστής. Βλ. μητρική (κάρτα/πλακέτα), περιφερειακή συσκευή/μονάδα. [< αγγλ. Central Processing Unit (CPU), 1956] , Μονάδα Εντατικής Θεραπείας (ακρ. ΜΕΘ.) & Μονάδα Εντατικής Παρακολούθησης/Νοσηλείας & (προφ.) Μονάδα: ΙΑΤΡ. ειδικά εξοπλισμένος χώρος σε νοσοκομείο στον οποίον παρέχεται συνεχής ιατρική και νοσηλευτική φροντίδα σε ανθρώπους που βρίσκονται σε κρίσιμη κατάσταση. Βλ. ΜΑΦ. ΣΥΝ. εντατική [< αγγλ. intensive care unit, 1955] , ακέραιη/ακεραία μονάδα βλ. ακέραιος, αστρονομική μονάδα βλ. αστρονομικός, διδακτικές/ακαδημαϊκές μονάδες βλ. διδακτικός, Διεθνές Σύστημα Μονάδων βλ. διεθνής, κινητή μονάδα βλ. κινητός, λογιστική μονάδα βλ. λογιστικός, μονάδα εργασίας βλ. εργασία, νομισματική μονάδα βλ. νομισματικός, οικονομική μονάδα βλ. οικονομικός, περιφερειακή συσκευή/μονάδα βλ. περιφερειακός, πιστωτικές μονάδες βλ. πιστωτικός, σχολική μονάδα βλ. σχολικός [< μτγν. μονάς, αγγλ. unit, γαλλ. unité]

μπηχτή

μπηχτή μπη-χτή ουσ. (θηλ.) (αργκό): ειρωνικός κυρ. υπαινιγμός, υπονοούμενο: Αμόλησε την ~ της πάλι. Την έπιασα (= κατάλαβα) την ~. Πβ. καρφί, σπόντα, ταβανόπροκα. ● ΦΡ.: αφήνω/πετάω/ρίχνω σπόντες/μπηχτές/καρφιά βλ. σπόντα [< μεσν. επίθ. μπηχτός]

οικονομικός

οικονομικός, ή, ό [οἰκονομικός] οι-κο-νο-μι-κός επίθ. ΟΙΚΟΝ. 1. που αναφέρεται στην οικονομία ή τα οικονομικά: ~ός: απολογισμός/οργανισμός (πβ. τράπεζα)/πόλεμος/προϋπολογισμός/Τύπος/φορέας. ~ή: ανάλυση/ανάπτυξη/ανεξαρτησία/βοήθεια/διάρθρωση/διαφάνεια/διαχείριση/διπλωματία/δυσπραγία/εισφορά/ενημέρωση/εξαθλίωση/εξέλιξη/εξυγίανση/επιστήμη (= οικονομικά)/θεωρία/κρίση/μεταρρύθμιση/πρόοδος/σταθερότητα/συγκυρία/συμφωνία/σύνοδος/ύφεση. ~ό: άνοιγμα/ίδρυμα/κέρδος/κλίμα/κόστος/κραχ/μοντέλο/σκάνδαλο/φόρουμ. ~οί: δείκτες/πόροι. ~ές: δυσκολίες/κυρώσεις/παροχές/συναλλαγές/υπηρεσίες. ~ά: αποτελέσματα/εργαλεία/κίνητρα/συμφέροντα. Εξαμηνιαία/ετήσια ~ή έκθεση του Ομίλου ... ~ή ενίσχυση/στήριξη μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Βρίσκεται σε ~ό αδιέξοδο λόγω χρεών. Περικοπές για ~ούς λόγους. Δημόσια ~ή Υπηρεσία (ακρ. ΔΟΥ). ~ό Επιμελητήριο Ελλάδας (ακρ. ΟΕΕ).|| ~ό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ακρ. ΟΠΑ). ~ά μαθηματικά και στατιστική. Πτυχιούχος ΑΕΙ ~ής κατεύθυνσης. (ως ουσ.) Οι φοιτητές του ~ού.|| (για πρόσ.) ~ός: αναλυτής/διαχειριστής/διευθυντής/ελεγκτής/έφορος. ~ό: επιτελείο (κυβέρνησης)/στέλεχος. Βλ. μακρο~, μικρο~, τεχνο~, χρηματο~. 2. που κοστίζει λίγο, ανέξοδος· που εξοικονομεί ενέργεια: ~ό: γεύμα/εισιτήριο/εστιατόριο/μαγαζί/ξενοδοχείο. ~ές: διακοπές. ~ή λειτουργία εγκατάστασης/συστημάτων ηλεκτρικής ενέργειας. ~ό πακέτο καρτοκινητής τηλεφωνίας. Προσφορά συμφέρουσα από ~ή άποψη. Η ~ότερη λύση/πρόταση της αγοράς για συνεχή πρόσβαση στο ίντερνετ.|| ~ός: κινητήρας/λαμπτήρας. ~ή: συσκευή. ~ό: αυτοκίνητο (: σε κατανάλωση βενζίνης). ΣΥΝ. φτηνός (1) ΑΝΤ. ακριβός (1), αντιοικονομικός, δαπανηρός ● Ουσ.: οικονομικό (το): καθετί που σχετίζεται με χρήματα, το χρηματικό: Έχει τεράστια περιουσία και συνεπώς έχει λύσει το ~ του. Μίλησε στον εργοδότη του για το ~ (: τον μισθό). Δεν την ενδιαφέρει το ~ της υπόθεσης. Το ~ (ενν. πρόβλημα) της χώρας. ● επίρρ.: οικονομικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: αποκλειστική οικονομική ζώνη (ακρ. ΑΟΖ): ΝΟΜ.-ΟΙΚΟΝ. ζώνη θαλάσσιας δικαιοδοσίας και δικαιωμάτων (κυρ. εκμετάλλευση των φυσικών πόρων) των παράκτιων κρατών με εύρος μέχρι 200 ναυτικά μίλια από τις ακτές, που περιλαμβάνει τα ύδατα, τον βυθό και το υπέδαφος της περιοχής της, και αρχίζει μετά το τέλος της αιγιαλίτιδας ζώνης. Βλ. υφαλοκρηπίδα. [< αγγλ. exclusive economic zone, 1975] , οικονομικά αγαθά: τα μέσα για την ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών που είναι αποτέλεσμα της παραγωγικής διαδικασίας και βρίσκονται σε ανεπάρκεια σε σχέση με τις ανάγκες που καλύπτουν: Τα ~ ~ διακρίνονται στα υλικά και τα άυλα αγαθά ή υπηρεσίες. Βλ. διαρκή, ελεύθερα, καταναλωτικά, κεφαλαιουχικά αγαθά., οικονομικά μεγέθη 1. οποιαδήποτε μεταβλητή υπολογίζεται με αριθμητικούς ή ποσοτικούς όρους: εταιρικά/συνοπτικά ~ ~. Βελτιωμένα/μειωμένα εμφανίζονται τα ~ ~ του ομίλου στο εξάμηνο ... Τα ~ ~ της ζώνης του ευρώ. ~ ~ σε επίπεδο χώρας (π.χ. ΑΕΠ, επιτόκια, βλ. μακροοικονομία). 2. {κυρ. στον εν.} οικονομική συσκευασία. [< 2: αγγλ. economy size, 1950] , οικονομικές επιστήμες: όσες μελετούν την παραγωγή, κατανομή, κατανάλωση και διαχείριση αγαθών και υπηρεσιών: Βραβείο Νόμπελ ~ών ~ών. Βλ. μακρο-, μικρο-οικονομία. ΣΥΝ. οικονομικά (2), οικονομολογία [< γαλλ. sciences économiques] , οικονομικές καταστάσεις: πίνακες αναλυτικής παρουσίασης κατά κατηγορία των δεδομένων που περιγράφουν την οικονομική πορεία μιας εταιρείας σε ορισμένη χρονική περίοδο, οι οποίοι δημοσιεύονται συγκεντρωτικά για τη διεξοδική ενημέρωση των επενδυτών: ενδιάμεσες/ενοποιημένες/εξαμηνιαίες/ετήσιες/περιοδικές/συνοπτικές/τριμηνιαίες ~ ~. Βλ. επαναδημοσίευση, ισολογισμός, οικονομικά στοιχεία και πληροφορίες., οικονομική γεωγραφία: ΓΕΩΓΡ. κλάδος που μελετά και αναλύει τα τεχνικά, κοινωνικοπολιτικά και οικονομικά στοιχεία του γεωγραφικού χώρου, καθώς και τη σχέση που διαμορφώνεται μεταξύ του φυσικού περιβάλλοντος και του ανθρώπινου παράγοντα· το αντίστοιχο διδασκόμενο μάθημα. Βλ. ανθρωπογεωγραφία. [< αγγλ. economic geography] , οικονομική ελευθερία: το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της συμμετοχής σε οικονομικές συναλλαγές, χωρίς κυβερνητικές παρεμβάσεις ή άλλους εξωτερικούς παράγοντες., οικονομική θέση 1. & τουριστική θέση: χώρος σε Μέσα Μαζικής Μεταφοράς (αεροπλάνα, πλοία, τρένα), όπου οι επιβάτες εξασφαλίζουν θέση με φθηνότερο εισιτήριο: εισιτήριο/κάθισμα/καμπίνα ~ής ~ης. ΑΝΤ. διακεκριμένη θέση 2. οικονομική κατάσταση: Βρίσκεται σε δύσκολη ~ ~. Σε δεινή ~ ~ περιήλθε ο Όμιλος ... [< 1: αγγλ. economy class, γαλλ. classe économique] , οικονομική μονάδα: κάθε οργανωμένο σύνολο προσώπων και στοιχείων που καθιστούν δυνατή την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας: Δύο αντιπροσωπευτικές ~ές ~ες είναι το νοικοκυριό και η επιχείρηση. [< αγγλ. economic unit] , οικονομική πολιτική: σύνολο μέτρων και αποφάσεων που λαμβάνονται σε κυβερνητικό συνήθ. επίπεδο για τον καθορισμό συγκεκριμένης πορείας στον τομέα της οικονομίας και την επίτευξη οικονομικών στόχων: εθνική/εξωτερική/εσωτερική/κοινοτική/περιοριστική ~ ~. Αλλαγή/χάραξη ~ής ~ής. Σφιχτή ~ ~ για μείωση του ελλείμματος.|| ~ ~ της εταιρείας., οικονομική συσκευασία: συσκευασία προϊόντος που είναι μεγαλύτερη σε μέγεθος ή ποσότητα από τη συμβατική, αλλά φτηνότερη αναλογικά. Βλ. οικογενειακό μέγεθος., Οικονομικό Δίκαιο: ΝΟΜ. οι κανόνες που ρυθμίζουν τις οικονομικές σχέσεις και δραστηριότητες: διοικητικό ~ ~. Κέντρο Διεθνούς και Ευρωπαϊκού ~ού ~ου., οικονομικό έγκλημα: ΝΟΜ.-ΟΙΚΟΝ. κάθε παράνομη οικονομική δραστηριότητα (όπως φοροδιαφυγή, υπεξαίρεση χρημάτων): διεθνές/ηλεκτρονικό/οργανωμένο ~ ~. Βλ. ΣΔΟΕ., οικονομικό σύστημα (το): κάθε σύνολο κανόνων στα πλαίσια μιας κοινωνίας που ρυθμίζουν την παραγωγή, κατανομή και κατανάλωση αγαθών: διεθνές/ευρωπαϊκό/φιλελεύθερο ~ ~. Το ~ ~ του καπιταλισμού., οικονομικοί μετανάστες/πρόσφυγες: πρόσωπα που εγκαταλείπουν τη χώρα τους σε αναζήτηση εργασίας και καλύτερου βιοτικού επίπεδου: νόμιμοι/παράνομοι ~ ~.|| Εσωτερικοί ~ ~. Βλ. ευπαθείς (κοινωνικά) ομάδες. [< αγγλ. economic migrants/refugees] , οικονομικός κύκλος: περιοδική, επαναλαμβανόμενη διακύμανση ύφεσης-ανάκαμψης της οικονομικής δραστηριότητας: Ανοδική/πτωτική φάση ~ού ~ου. Βραχυχρόνιοι/μακροχρόνιοι/μεσοχρόνιοι ~οί ~οι. [< αγγλ. business/economic cycle] , οικονομικός παράγοντας 1. οτιδήποτε επηρεάζει μια κατάσταση από οικονομικής πλευράς: Ο τουρισμός αποτελεί ζωτικό/σημαντικό ~ό ~α ανάπτυξης του νησιού. 2. πρόσωπο που έχει ισχυρή θέση και ασκεί επιρροή στον επιχειρηματικό κόσμο: κορυφαίος/σημαίνων/τοπικός ~ ~. ~οί ~ες και διαχειριστές μεγάλων κεφαλαίων., οικονομικός/κεντρικός προγραμματισμός/σχεδιασμός: η επίδραση της κεντρικής εξουσίας ενός κράτους ή συνόλου κρατών στη λήψη αποφάσεων καθοριστικής σημασίας στον οικονομικό τομέα., Ευρωπαϊκός Οικονομικός Χώρος βλ. ευρωπαϊκός, οικονομικά στοιχεία και πληροφορίες βλ. στοιχείο, οικονομική ανάπτυξη βλ. ανάπτυξη, οικονομική βία βλ. βία, Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ) βλ. ένωση, οικονομική μεγέθυνση βλ. μεγέθυνση, οικονομικό αντικείμενο βλ. αντικείμενο, οικονομικό έτος βλ. έτος, σύνδρομο οικονομικής θέσης βλ. σύνδρομο [< αρχ. οἰκονομικός, γαλλ. économique, αγγλ. economic]

σελίδα

σελίδα σε-λί-δα ουσ. (θηλ.) 1. (συντομ. σελ., σ., σσ. = ~ες) καθεμιά από τις δύο πλευρές ενός φύλλου χαρτιού· συνεκδ. το κείμενο που περιλαμβάνεται σε αυτή ή γενικότ. το περιεχόμενό της: άγραφη/άδεια/λευκή ~. Συνέχεια στην επόμενη ~/στη ~ 3. Το κάτω μέρος της ~ας (= υποσέλιδο). Η πρώτη/τελευταία ~ της εφημερίδας (βλ. πρωτοσέλιδο). ~ες βιβλίου/λευκώματος/περιοδικού/τετραδίου. Σκόρπιες ~ες ημερολογίου. Αρχαίο κείμενο και νεοελληνική μετάφραση σε αντικριστές ~ες. Αρίθμηση ~ων. Όριο ~ων (: σε επιστημονική εργασία). Άρθρο πέντε ~ων. Βλ. βέρσο, ρέκτο.|| Διάβασα δύο ~ες. Ήρωας/κόσμος που ξεπηδά από τις ~ες μυθιστορήματος (βλ. απόσπασμα, χωρίο).|| (προφ.) Λείπει μια ~ (= κόλλα). 2. ΔΙΑΔΙΚΤ. -ΠΛΗΡΟΦ. (προφ.) ιστοσελίδα· ειδικότ. φύλλο ηλεκτρονικού εγγράφου: αποθηκευμένη/(δια)δικτυακή/ηλεκτρονική ~. ~ υποδοχής (ΣΥΝ. αρχική ~, ~ εκκίνησης, οικο~). Αναβάθμιση/ανανέωση/διεύθυνση/δικαιώματα/επισκέπτες/κατασκευή/πλοήγηση/φόρτωση ~ας. Εκπαιδευτικές/εμπορικές/εταιρικές/πολιτιστικές ~ες. ~ες ενημέρωσης και επικοινωνίας. Αναζήτηση ~ων. ~ με πληροφορίες/στατιστικά/φωτογραφίες. Eπισκεφθείτε/(εκ)τυπώστε τη ~. (προφ.) Κατεβάζω τη ~ στο πι-σι μου.|| Κενή/πρότυπη ~. (Αυτόματη) αλλαγή/διαμόρφωση/επικεφαλίδα/κύλιση/περιθώρια/πλαίσιο/προεπισκόπηση ~ας. 3. (μτφ.) σύνολο γεγονότων, θετικών ή αρνητικών, στη ζωή προσώπου ή την ιστορία ομάδας, έθνους: γκρίζα/επική/ηρωική/μελανή/φωτεινή ~. ~ ντροπής/τιμής. Η μαύρη ~ του εμφυλίου πολέμου. Έγραψαν (λαμπρές) ~ες δόξας. Πβ. κεφάλαιο, σταθμός. ● Υποκ.: σελιδίτσα (η), σελιδούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: αρχική/κεντρική σελίδα: ΠΛΗΡΟΦ. η πρώτη σελίδα δικτυακού τόπου., κίτρινες σελίδες: ο Χρυσός Οδηγός. [< αγγλ. yellow pages, 1908] , χρυσές σελίδες (μτφ.): για ένδοξο, σπουδαίο γεγονός ή μεγάλη επιτυχία: ~ ~ ηρωισμού. Οι ~ ~ του αθλητισμού/της ιστορίας. ● ΦΡ.: γυρίζω/ανοίγω (μια) νέα σελίδα & γυρνώ σελίδα (μτφ.): κάνω νέα αρχή: Ανοίγει μια νέα ~ στην καριέρα του. Είναι καιρός να ξεχάσεις ό,τι έγινε και να γυρίσεις ~., αλλάζω ζωή/πορεία/ρότα/σελίδα βλ. αλλάζω [< μτγν. σελίς, αγγλ.-γαλλ. page]

υπολογιστής

υπολογιστής [ὑπολογιστής] υ-πο-λο-γι-στής ουσ. (αρσ.): ΠΛΗΡΟΦ. ηλεκτρονική συσκευή η οποία εκτελεί αυτόματα μαθηματικούς υπολογισμούς και επεξεργάζεται δεδομένα βάσει προκαθορισμένων εντολών· συνήθ. ειδικότ. ηλεκτρονικός υπολογιστής (Η/Υ): αναλογικός/υβριδικός/ψηφιακός ~.|| Επιτραπέζιος (= ντέσκτοπ)/μαθητικός ~. Γραφικά/μνήμη ~ή. Αναβάθμιση/άνοιγμα/ιός/κλείσιμο/λογισμικό/(κεντρική) μονάδα/οθόνη/πληκτρολόγιο/σκληρός δίσκος/φορμάτ του ~ή. Ζητείται γραμματέας με γνώσεις ~ή. Υλικό του ~ή (= υλισμικό). Πβ. κομπιούτερ. Βλ. νέτμπουκ, υπερ~. ● ΣΥΜΠΛ.: Επιστήμη των Υπολογιστών: Πληροφορική. [< αγγλ. computer science, 1961] , κεντρικός υπολογιστής: που επεξεργάζεται πληροφορίες που λαμβάνει από άλλους υπολογιστές με τους οποίους συνδέεται., μοριακοί υπολογιστές: που μιμούνται τη λειτουργία βιολογικών μορίων και έχουν μεγάλη επεξεργαστική ισχύ. [< αγγλ. molecular computers] , ξένιος υπολογιστής: υπολογιστικό σύστημα που παρέχει υπηρεσίες σε άλλους υπολογιστές. Βλ. τερματικό. [< αμερικ. host (computer), 1966] , προσωπικός υπολογιστής: που προορίζεται για ατομική χρήση στο γραφείο ή/και στο σπίτι: φορητός ~ ~. ΣΥΝ. πι-σι & πισί [< αμερικ. personal computer (PC), 1959] , υπολογιστές/δίκτυα ζόμπι: που χρησιμοποιούνται από χάκερ εν αγνοία του χρήστη τους. [< αμερικ. zombie computers, 1999] , υπολογιστής παλάμης/χειρός & (σπάν.) υπολογιστής χεριού: υπολογιστής με διαστάσεις που επιτρέπουν στον κάτοχό του να τον χρησιμοποιεί κρατώντας τον στο χέρι του. ΣΥΝ. παλμ-τοπ [< αμερικ. palmtop, 1987] , υπολογιστής τσέπης 1. μικροϋπολογιστής χειρός, συνήθ. χωρίς πληκτρολόγιο, στον οποίο η εισαγωγή δεδομένων πραγματοποιείται μέσω μιας γραφίδας που επικοινωνεί απευθείας με την οθόνη: Το νέο κινητό τηλέφωνο λειτουργεί και ως ~ ~. 2. κομπιουτεράκι. [< αγγλ. pocket PC] , υπολογιστής-ταμπλέτα: ΤΕΧΝΟΛ. φορητός υπολογιστής σε μέγεθος ατζέντας με οθόνη αφής και ασύρματη πρόσβαση στο διαδίκτυο. ΣΥΝ. τάμπλετ [< αμερικ. tablet PC, 2001] , φορητός (ηλεκτρονικός) υπολογιστής: υπολογιστής μικρών διαστάσεων που μεταφέρεται εύκολα και έχει τη δυνατότητα να λειτουργεί με μπαταρία. ΣΥΝ. λάπτοπ [< αμερικ. portable computer, 1984] [< αγγλ. calculator, computer]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.