κεντώ [κεντῶ] κε-ντώ ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {κεντ-άς ..., -ώντας | κέντ-ησε, -ήσει, -ιέται, -ήθηκε, -ηθεί, -ημένος} & κεντάω 1. δημιουργώ διακοσμητικά σχέδια σε ύφασμα με τη χρήση βελόνας και κλωστών: ~ησε σεμεδάκια/τραπεζομάντιλα.|| ~άει σταυροβελονιά. Νυφικό ~ημένο (= κεντητό) στο χέρι. Βλ. πλέκω, ράβω, υφαίνω. ΣΥΝ. ξομπλιάζω (1) 2. (μτφ.-προφ.) επιτυγχάνω ή δημιουργώ κάτι εντυπωσιακό, προϊόν λεπτής και επιδέξιας τεχνικής: Η ομάδα ~ούσε στον αγωνιστικό χώρο (: έκανε εντυπωσιακή εμφάνιση). ~ησε με τις πενιές του τα τραγούδια. Καλά, πάλι ~ησε! (πβ. έγραψε)! Πβ. ζωγραφίζω.3. (σπάν.-λόγ.) διατρυπώ με αιχμηρό αντικείμενο. [< 1,2 : μεσν. κεντώ 3: αρχ. κεντῶ]
πλέκω
πλέκω πλέ-κω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {έπλεκ-α, έπλε-ξα, πλέ-χτηκε, -γμένος, πλέκ-οντας} 1. δημιουργώ θηλιές από ευλύγιστο, συνήθ. επίμηκες υλικό (μάλλινο νήμα, στελέχη φυτών) και τις ενώνω, περνώντας το ίδιο υλικό ανάμεσά τους, προκειμένου να κατασκευάσω ένδυμα ή άλλο αντικείμενο: ~ πουλόβερ (με βελόνες πλεξίματος). ~ε και ξήλωνε. Μαθαίνει/ξέρει να ~ει. Ρούχα ~γμένα στο χέρι ή στη μηχανή. Βλ. κεντώ, ράβω.|| Η αράχνη ~ει (= υφαίνει) τον ιστό της.|| ~ δίχτυα/ψάθες. Σήτα ~γμένη από σύρμα. Καλάθια ~γμένα από βούρλα/καλάμια. ~γμένα: σχοινιά.|| ~ξαν στεφάνια με λουλούδια/από κλαδιά ελιάς.|| ~ τα δάχτυλά/χέρια μου (= περνώ τα δάχτυλα του ενός χεριού ανάμεσα στα δάχτυλα του άλλου).2. (κατ' επέκτ.) δένω, μαζεύω: ~ τα μαλλιά μου κοτσίδα/(σε) κότσο/(σε) πλεξούδες. ΑΝΤ. ξεπλέκω 3. (μτφ.) δημιουργώ, συνθέτω· επινοώ, σκαρώνω: ~εται ένα δίχτυ παρανομίας. Το ειδύλλιο μεταξύ των δύο νέων δεν άργησε να ~χτεί. Βλ. δια~, εμ~, περι~, συμ~.|| ~ει ιστορίες και εικόνες/πολλά σενάρια (στη φαντασία του). ΣΥΝ. πλάθω. ● ΦΡ.: πλέκω/ψάλλω το εγκώμιο κάποιου βλ. εγκώμιο [< 1,2: αρχ. πλέκω, γαλλ. tresser]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.