κεράσι κε-ρά-σι ουσ. (ουδ.) {κερασιού}: ο καρπός της κερασιάς, που έχει μικρό σφαιρικό σχήμα, λεπτή, γυαλιστερή και συνήθ. κόκκινη φλούδα, μαλακή γλυκιά σάρκα και κουκούτσι: γλυκό (του κουταλιού)/λικέρ/μαρμελάδα/χυμός ~. Ζουμερά/τραγανά ~ια. ~ια γλασέ. Τάρτα με ~ια. Βλ. βύσσινο, πετρο-, χαμο-κέρασο, κερασάκι. ● ΦΡ.: όπου ακούς πολλά κεράσια, κράτα (και) μικρό καλάθι (παροιμ.): να είσαι επιφυλακτικός, όταν ακούς μεγάλα λόγια και υπερβολές. [< μεσν. κεράσι(ν), αρχ. κέρασος & κερασός ‘κερασιά’]
κερασί κε-ρα-σί επίθ./ουσ. {άκλ.} (προφ.): που έχει κόκκινη απόχρωση, παρόμοια με αυτή των κερασιών: ~ ξύλο.|| (ως ουσ.) Σκούρο ~. Πβ. βυσσινί, κεραμιδί, μπορντό.
κερασιά κε-ρα-σιά ουσ. (θηλ.): ΒΟΤ. οπωροφόρο φυλλοβόλο δέντρο (επιστ. ονομασ. Prunus avium), με λείο, ίσιο, ψηλό κορμό και λευκά άνθη σε ταξιανθίες, το οποίο καλλιεργείται κυρ. για τον καρπό του, το κεράσι· συνεκδ. το κοκκινωπό ξύλο του: Βλ. αγριο~, πετρο~, βυσσινιά, πυρηνόκαρπα.|| Τραπέζι από ~. Βλ. καρυδιά, οξιά. [< μεσν. κερασιά]
βύσσινο
βύσσινο βύσ-σι-νο ουσ. (ουδ.): ο βαθυκόκκινος και γλυκόξινος καρπός της βυσσινιάς: γλυκό/λικέρ/μαρμελάδα/σιρόπι ~. Βλ. κεράσι. ● ΦΡ.: να μου λείπει (το βύσσινο) βλ. λείπω [< μτγν. επιθ. βύσσινος]
καρυδιά
καρυδιά κα-ρυ-διά ουσ. (θηλ.): ΒΟΤ. μεγάλο φυλλοβόλο δέντρο των εύκρατων περιοχών (επιστ. ονομασ. Juglans regia), που καλλιεργείται για τον εδώδιμο καρπό του (καρύδι) και την εξαιρετικής ποιότητας ξυλεία του· (κυρ. συνεκδ.) το ξύλο του: δάσος με ~ιές.|| Γραφείο/κρεβατοκάμαρα/τραπέζι από (μασίφ) ~. Βλ. βελανιδιά, κερασιά, οξιά. ● ΦΡ.: κάθε καρυδιάς καρύδι (προφ.-αρνητ. συνυποδ.): άνθρωποι όλων των ειδών, ιδ. χαμηλού επιπέδου: Κάνει παρέα με ~ ~.
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.