κηροζίνη κη-ρο-ζί-νη ουσ. (θηλ.): ΧΗΜ.-ΤΕΧΝΟΛ. πολύ εύφλεκτο απόσταγμα του πετρελαίου, χρώματος λευκού προς υποκίτρινο, το οποίο χρησιμοποιείται συνήθ. ως καύσιμη ύλη (κυρ. σε κινητήρες αεροσκαφών): ~ θέρμανσης. Λάμπα/σόμπα ~ης. Βλ. βενζίνη, μαζούτ, ντίζελ. ΣΥΝ. φωτιστικό πετρέλαιο [< γαλλ. kérosène, αγγλ. kerosene < αρχ. κηρὸς + -ene]
βενζίνη
βενζίνη βεν-ζί-νη ουσ. (θηλ.): ΧΗΜ.-ΤΕΧΝΟΛ. άχρωμο, πτητικό και πολύ εύφλεκτο υγρό μείγμα υδρογονανθράκων, που παράγεται με απόσταξη αργού πετρελαίου, έχει χαρακτηριστική οσμή και χρησιμοποιείται κυρ. ως καύσιμο μηχανών εσωτερικής καύσης ή ως διαλύτης: αμόλυβδη/απλή (: μολυβδούχος)/νοθευμένη/συνθετική ~. ~ σούπερ. Αντλία/κάνιστρο/κινητήρας/ντεπόζιτο/πρατήριο (= βενζινάδικο)/στάθμη/τάπα/τιμή (ανά λίτρο)/φίλτρο ~ης. ~ υψηλών (/95/100) οκτανίων. Βάζω ~/γεμίζω με ~ (το ρεζερβουάρ). Έμεινε από ~. (προφ.) Το αυτοκίνητο έχει ένα σωρό έξοδα, ασφάλειες, ~ες. Πβ. βενζίνα. Βλ. ντίζελ.|| ~ εκχύλισης/καθαρισμού. ~ για ισχυρούς λεκέδες. Βλ. -ίνη. [< γαλλ. benzine, γερμ. Benzin]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.