Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • κηροζίνη κη-ρο-ζί-νη ουσ. (θηλ.): ΧΗΜ.-ΤΕΧΝΟΛ. πολύ εύφλεκτο απόσταγμα του πετρελαίου, χρώματος λευκού προς υποκίτρινο, το οποίο χρησιμοποιείται συνήθ. ως καύσιμη ύλη (κυρ. σε κινητήρες αεροσκαφών): ~ θέρμανσης. Λάμπα/σόμπα ~ης. Βλ. βενζίνη, μαζούτ, ντίζελ. ΣΥΝ. φωτιστικό πετρέλαιο [< γαλλ. kérosène, αγγλ. kerosene < αρχ. κηρὸς + -ene]

βενζίνη

βενζίνη βεν-ζί-νη ουσ. (θηλ.): ΧΗΜ.-ΤΕΧΝΟΛ. άχρωμο, πτητικό και πολύ εύφλεκτο υγρό μείγμα υδρογονανθράκων, που παράγεται με απόσταξη αργού πετρελαίου, έχει χαρακτηριστική οσμή και χρησιμοποιείται κυρ. ως καύσιμο μηχανών εσωτερικής καύσης ή ως διαλύτης: αμόλυβδη/απλή (: μολυβδούχος)/νοθευμένη/συνθετική ~. ~ σούπερ. Αντλία/κάνιστρο/κινητήρας/ντεπόζιτο/πρατήριο (= βενζινάδικο)/στάθμη/τάπα/τιμή (ανά λίτρο)/φίλτρο ~ης. ~ υψηλών (/95/100) οκτανίων. Βάζω ~/γεμίζω με ~ (το ρεζερβουάρ). Έμεινε από ~. (προφ.) Το αυτοκίνητο έχει ένα σωρό έξοδα, ασφάλειες, ~ες. Πβ. βενζίνα. Βλ. ντίζελ.|| ~ εκχύλισης/καθαρισμού. ~ για ισχυρούς λεκέδες. Βλ. -ίνη. [< γαλλ. benzine, γερμ. Benzin]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.