Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • κηρός κη-ρός ουσ. (αρσ.) (λόγ.): κερί: ισπανικός ~ (= βουλοκέρι).κηροί (οι): ΧΗΜ. κηρώδεις ουσίες και ειδικότ. αυτές που παράγονται από φυτά: ~ παραφίνης/πετρελαίου.|| Εμπόριο/παραγωγή φυτικών ~ών. [< αρχ. κηρὸς]
  • κηροστάτης κη-ρο-στά-της ουσ. (αρσ.): κηροπήγιο συνήθ. δαπέδου: ~ για δυο λαμπάδες. Πβ. καντηλέρι, μανουάλι. Βλ. λυχνοστάτης, -στάτης.

λυχνοστάτης

λυχνοστάτης λυ-χνο-στά-της ουσ. (αρσ.) (παλαιότ.): βάση στην οποία στηριζόταν το λυχνάρι: χάλκινος ~. Βλ. -στάτης. [< μεσν. λυχνοστάτης]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.