Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • κιλοβάτ κι-λο-βάτ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΦΥΣ. (σύμβ. kW) μονάδα μέτρησης της ισχύος του ηλεκτρικού ρεύματος που είναι ίση με χίλια βατ. Βλ. κιλοβατώρα. [< γαλλ. kilowatt]
  • κιλοβατώρα κι-λο-βα-τώ-ρα ουσ. (θηλ.) (σύμβ. kWh): ΦΥΣ. ποσό ενέργειας που παράγει μηχανή ισχύος ενός κιλοβάτ σε μία ώρα: ~ ηλεκτρισμού. Η τιμή της ~ας. Χρέωση κιλοβατωρών (αδόκ. κιλοβατώρων). Καταναλώνει ... ~ες την ημέρα/τον μήνα/τον χρόνο. [< γαλλ. kilowattheure, αγγλ. kilowatt-hour]

κιλοβατώρα

κιλοβατώρακι-λο-βα-τώ-ρα ουσ. (θηλ.) (σύμβ. kWh): ΦΥΣ. ποσό ενέργειας που παράγει μηχανή ισχύος ενός κιλοβάτ σε μία ώρα: ~ ηλεκτρισμού. Η τιμή της ~ας. Χρέωση κιλοβατωρών (αδόκ. κιλοβατώρων). Καταναλώνει ... ~ες την ημέρα/τον μήνα/τον χρόνο. [< γαλλ. kilowattheure, αγγλ. kilowatt-hour]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.