κιλοβάτ κι-λο-βάτ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΦΥΣ. (σύμβ. kW) μονάδα μέτρησης της ισχύος του ηλεκτρικού ρεύματος που είναι ίση με χίλια βατ. Βλ. κιλοβατώρα. [< γαλλ. kilowatt]
κιλοβατώρα κι-λο-βα-τώ-ρα ουσ. (θηλ.) (σύμβ. kWh): ΦΥΣ. ποσό ενέργειας που παράγει μηχανή ισχύος ενός κιλοβάτ σε μία ώρα: ~ ηλεκτρισμού. Η τιμή της ~ας. Χρέωση κιλοβατωρών (αδόκ. κιλοβατώρων). Καταναλώνει ... ~ες την ημέρα/τον μήνα/τον χρόνο. [< γαλλ. kilowattheure, αγγλ. kilowatt-hour]
κιλοβατώρα
κιλοβατώρακι-λο-βα-τώ-ρα ουσ. (θηλ.) (σύμβ. kWh): ΦΥΣ. ποσό ενέργειας που παράγει μηχανή ισχύος ενός κιλοβάτ σε μία ώρα: ~ ηλεκτρισμού. Η τιμή της ~ας. Χρέωση κιλοβατωρών (αδόκ. κιλοβατώρων). Καταναλώνει ... ~ες την ημέρα/τον μήνα/τον χρόνο. [< γαλλ. kilowattheure, αγγλ. kilowatt-hour]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.