κλάμα κλά-μα ουσ. (ουδ.) {κλάμ-ατος | -ατα}: ροή δακρύων εξαιτίας έντονου συναισθήματος (λύπης, οργής, πόνου ή χαράς), που συνοδεύεται συνήθ. από άναρθρους ήχους ή/και λυγμούς: ασυγκράτητο/βουβό/γοερό (βλ. κοπετός)/δυνατό/λυτρωτικό/πνιχτό/σιγανό/σπαρακτικό ~. Το ~ του μωρού. Μάτια πρησμένα απ' το ~. Τέρμα τα ~ατα (κι οι στενοχώριες)! (εμφατ.) Έριξε το ~ του αιώνα/της ζωής της (= έκλαψε πολύ). Έλιωσε στο ~. Άρχισε/έβαλε τα ~ατα. Αναλύθηκε/ξέσπασε σε ~ατα. ΣΥΝ. κλαυθμός. Πβ. αναφιλητά, θρήνος, κλάψιμο, πλάνταγμα.|| Το (λυπητερό) ~ του σκύλου. ● ΦΡ.: για κλάματα (προφ.): για κάποιον ή κάτι που βρίσκεται σε τραγική, αξιολύπητη κατάσταση. Βλ. για γέλια., και κλάμα (αργκό-ειρων.): για κάποιον που περιέπεσε σε δυσάρεστη κατάσταση: ~ η κυρία!, σπαράζω/πλαντάζω/βαλαντώνω/σκάω στο κλάμα & σπαράζω απ' το κλάμα (προφ.): κλαίω με λυγμούς, γοερά., για γέλια και για κλάματα βλ. γέλιο, με πήραν τα δάκρυα/κλάματα βλ. δάκρυ [< μεσν. κλάμα]
γέλιο
γέλιο γέ-λιο ουσ. (ουδ.): σύσπαση των μυών του προσώπου κατά την έκφραση ευχαρίστησης, ευθυμίας, ειρωνείας και o ήχος που παράγεται: αβίαστο/ακατάσχετο/αμήχανο/ασυγκράτητο/αυθόρμητο/άφθονο/γάργαρο/δυνατό/εκνευριστικό/θριαμβευτικό/κακαριστό/παιδικό/πνιχτό/προσποιητό/σαρκαστικό/σπασμωδικό/συγκρατημένο/τρανταχτό/τρελό/υποκριτικό/υστερικό/ψεύτικο ~. Έκρηξη/ταινία ~ου. Βγάζω/προκαλώ ~. Μου βγήκε ξινό το ~. Με πιάνουν/πάτησε τα ~ια. Είχαν πολύ ~ (: ήταν αστείοι). Το ~ είναι μεταδοτικό/υγεία. Μόλις είδαμε τα ρούχα του, βάλαμε κάτι/τα ~ια! Πβ. γέλως. Βλ. χαμόγελο.|| (εμφατ. σε εκφρ. που δηλώνουν πολύ γέλιο:) Κατουριέμαι/ξεραίνομαι/πεθαίνω από τα ~ια. Ξεκαρδίζομαι/ξεσπώ/σκάω/τρελαίνομαι στα ~ια. Έπεσε πολύ ~. Κάναμε πολλά ~ια. Ρίξαμε το ~ της αρκούδας. ● Υποκ.: γελάκι (το) 1. (υποκ.-συχνά ειρων.) γέλιο. 2. εμότικον με χαμόγελο. ΣΥΝ. φατσούλα (1) ● ΣΥΜΠΛ.:αέριο του γέλιου βλ. υποξείδιο του αζώτου, νευρικό γέλιο βλ. νευρικός, σαρδόνιο γέλιο βλ. σαρδόνιος ● ΦΡ.: για γέλια (μειωτ.-ειρων.): που είναι ανάξιο λόγου ή προκαλεί γέλιο: Το επιχείρημά σου είναι ~ ~ (= γελοίο). Η κατάσταση είναι σοβαρή, δεν είναι ~ ~., για γέλια και για κλάματα (ειρων.): για κάτι ή κάποιον που βρίσκεται σε κωμικοτραγική κατάσταση: ιστορίες ~ ~., λύνομαι/χτυπιέμαι στο γέλιο/στα γέλια (προφ.): γελώ πάρα πολύ: Με τις ατάκες του ~ ~! Χτυπιόμασταν κάτω απ' τα ~. Πβ. πεθαίνω στα γέλια., μου κόπηκε/μου πάγωσε το γέλιο (μτφ.): σταματώ να γελώ ή γενικότ. να έχω χαρούμενη διάθεση λόγω αναπάντεχου και δυσάρεστου γεγονότος., κρατώ την κοιλιά μου/πονάει η κοιλιά μου από τα γέλια βλ. κοιλιά, μου λύθηκε ο αφαλός από τα γέλια/από τον φόβο βλ. αφαλός, ξελιγώνομαι στα/από τα γέλια βλ. ξελιγώνω [< μεσν. γέλιο]
δάκρυ
δάκρυ δά-κρυ ουσ. (ουδ.) {δακρύ-ου | δάκρυ-α, δακρύ-ων} & (λογοτ.) δάκρυο 1. διαυγές αλατούχο υγρό που εκκρίνεται από τους δακρυϊκούς αδένες λόγω συγκίνησης ή εξωτερικού ερεθισμού στα μάτια: ~α λύπης/χαράς. Συγκινήθηκε μέχρι ~ων (= υπέρμετρα). Αναλύθηκε/ξέσπασε σε ~α. Δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα ~ά του. Κυλούσαν τα ~α βροχή/ποτάμι στα μάγουλά της. Τα μάτια της πλημμύρισαν με/είναι γεμάτα ~α.2. (μτφ.) σταγόνα που μοιάζει με δάκρυ: το ~ του πεύκου (= ρετσίνι). ● ΣΥΜΠΛ.: τεχνητά δάκρυα & φυσικά δάκρυα: ΦΑΡΜΑΚ. ειδικό κολλύριο που υγραίνει την επιφάνεια των ματιών. Βλ. ξηροφθαλμία, σταγόνες, φυσιολογικός ορός., κροκοδείλια δάκρυα βλ. κροκοδείλιος ● ΦΡ.: έχει τα δάκρυα/το δάκρυ στο τσεπάκι/στην τσέπη (ειρων.): κλαίει πολύ εύκολα, με ασήμαντη αφορμή., κλαίω με μαύρο δάκρυ & χύνω μαύρο/πικρό δάκρυ: κλαίω πολύ και κατ΄επέκτ. μετανιώνω πικρά για κάτι που έκανα., κοιλάδα των δακρύων & (λόγ.) κοιλάδα του κλαυθμώνος (ΠΔ): για χώρο όπου επικρατούν εξαιρετικά άσχημες συνθήκες ή για δυσάρεστη κατάσταση. Βλ. κόλαση., με πήραν τα δάκρυα/κλάματα (προφ.): άρχισα να κλαίω., στεγνώνω τα δάκρυα κάποιου: τον παρηγορώ: Ο χρόνος στέγνωσε ~ ~ά της κι επούλωσε τις πληγές της.|| Ακόμη δεν έχουν στεγνώσει ~ ~ά τους (: είναι νωπός ο πόνος). [< γαλλ. sécher les larmes] , (πάει/πέφτει/τρέχει) το δάκρυ κορόμηλο/κορόμηλο το δάκρυ βλ. κορόμηλο, γελάω με την καρδιά μου/με την ψυχή μου/μέχρι δακρύων βλ. γελώ, ξένος πόνος, ξένα δάκρυα βλ. ξένος, χύνω δάκρυα βλ. χύνω [< αρχ. δάκρυ]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.