Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • κλοπή κλο-πή ουσ. (θηλ.): η ενέργεια ή κυρ. το αποτέλεσμα του κλέβω: ~ αρχαίων (πβ. αρχαιοκαπηλία)/αρχειακού υλικού/αυτοκινήτου/έργων τέχνης/κινητού (τηλεφώνου)/λογισμικού/νερού (= νερο~)/πιστωτικής κάρτας/ρεύματος (= ρευματο~)/τσάντας (πβ. αρπαγή)/χρημάτων/χρυσαφικών. ~ πνευματικής ιδιοκτησίας (= λογο~). (Ηλεκτρονική) ~ προσωπικών δεδομένων/στοιχείων λογαριασμού (= υπο~). ~ ή απώλεια διαβατηρίου/ταυτότητας. Θύμα ~ής. ~ με τη μέθοδο της απασχόλησης. Ασφάλεια/κάλυψη (μερικής/ολικής) ~ής. Σύλληψη για ~/με την κατηγορία της ~ής. ~ές, διαρρήξεις και ληστείες. Πβ. κλεψιά, κλέψιμο, ξάφρισμα, σούφρωμα, υπεξαίρεση. Βλ. ζωο~, ιδιοποίηση, μικρο~, υφαρπαγή.|| (ΝΟΜ.) Διακεκριμένη ~. [< αρχ. κλοπή]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.