Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • κλυδωνίζω κλυ-δω-νί-ζω ρ. (μτβ.) {κλυδώνι-σε, κλυδωνί-σει, -στηκε (λόγ.) -σθηκε, -στεί (λόγ.) -σθεί, κλυδωνίζ-οντας, -όμενος, κλυδωνι-σμένος} (απαιτ. λεξιλόγ.) 1. (μτφ.) προκαλώ αστάθεια, κλονίζω: Σκάνδαλα ~ουν την πολιτική σκηνή. Κρίση που ~σε ισχυρά/συθέμελα την οικονομία. ~εται η κοινωνία από ανακατατάξεις (πβ. παραπαίω). 2. προκαλώ ταλάντωση, σείω, ταρακουνώ: Το πλοίο ~όταν από τα κύματα. Πβ. παραδέρνω. [< 2: μτγν. κλυδωνίζω]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.