κλυδωνισμός κλυ-δω-νι-σμός ουσ. (αρσ.) {συνηθέστ. στον πληθ.} (απαιτ. λεξιλόγ.) 1. (μτφ.) αναταραχή, αναστάτωση: διεθνείς/κομματικοί/οικονομικοί/πολιτειακοί/πολιτικοί/χρηματιστηριακοί ~οί. ~ της αγοράς εξαιτίας της κρίσης. Ανακατατάξεις και ~οί. Το εκλογικό αποτέλεσμα προκάλεσε δυνατούς/έντονους/ισχυρούς ~ούς στο κόμμα. Πβ. διασάλευση, διατάραξη, κλονισμός.2. ταλάντευση πλεούμενου· αναταράξεις αεροσκάφους: ~ του σκάφους (από τα κύματα). Πβ. (ταρα)κούνημα. Βλ. κύμανση, -ισμός. [< μτγν. κλυδωνισμός ‘κυματισμός, σύγχυση’]
κύμανση
κύμανση κύ-μαν-ση ουσ. (θηλ.) (επίσ.) 1. αυξομείωση, διακύμανση: ~ της θερμοκρασίας από ... έως ... βαθμούς Κελσίου. Ετήσια ~ της ατμοσφαιρικής πίεσης. ~ της στάθμης (του νερού)/της φωνής (: της έντασης ή του ύψους της).|| (ΟΙΚΟΝ., συνηθέστ. στον πληθ.) Εποχικές ~άνσεις. Παρατηρείται μεγάλη/μικρή ~ των τιμών. ΑΝΤ. παγίωση, σταθεροποίηση (1) 2. ΦΥΣ. κυματοειδής κίνηση, κύμα, ταλάντωση: ηλεκτρομαγνητικές ~άνσεις. Διάδοση/επαλληλία ~άνσεων. [< αρχ. κύμανσις ‘κυματισμός’, γαλλ.-αγγλ. fluctuation]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.