Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • κλότσος κλό-τσος ουσ. (αρσ.) (λαϊκό): κλοτσιά. Κυρ. στη ● ΦΡ.: του κλότσου και του μπάτσου (προφ.): για πρόσωπο που αντιμετωπίζεται με αδιαφορία και περιφρόνηση: Μας έχουν ~ ~. [< μεσν. κλότσος < μεσν. λατ. calcio < λατ. calx ‘φτέρνα, κλοτσιά’]
  • κλοτσοσκούφι κλο-τσο-σκού-φι ουσ. (ουδ.) (λαϊκό) 1. για κάποιον ή κάτι που γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης ή περιφρόνησης: ~ ανάμεσα σε αντίπαλα συμφέροντα. Βλ. του κλότσου και του μπάτσου. 2. (παλαιότ.) ομαδικό παιχνίδι στο οποίο ένα παιδί προσπαθούσε να αποτρέψει τα άλλα από την προσπάθειά τους να βγάλουν με κλοτσιές έξω από κύκλο ένα σκουφάκι που είχε τοποθετηθεί στο κέντρο του. Βλ. κυνηγητό, κουτσό, μακριά γαϊδούρα, μπιζ, πινακωτή. 3. ποδοσφαιρικός αγώνας χαμηλής ποιότητας. Βλ. κλοτσοπατινάδα.

κλοτσοπατινάδα

κλοτσοπατινάδα κλο-τσο-πα-τι-νά-δα ουσ. (θηλ.) 1. (προφ.) διαπληκτισμός με κλοτσιές και χτυπήματα. Βλ. -άδα. 2. (στην ποδοσφαιρική αργκό) σκληρός και χωρίς τεχνική ποδοσφαιρικός αγώνας.

κυνηγητό

κυνηγητό κυ-νη-γη-τό ουσ. (ουδ.) 1. καταδίωξη: Οι Αρχές έχουν εξαπολύσει ένα άγριο/ανελέητο/ξέφρενο ~ για τον εντοπισμό του δράστη. Πβ. ανθρωπο~, κυνήγημα, κυνήγι. Βλ. φορο~. 2. ομαδικό παιδικό παιχνίδι στο οποίο τα παιδιά τρέχουν, προσπαθώντας να μην τα πιάσει αυτό που τα κυνηγά. Βλ. κρυφτό. 3. (μτφ.) συνεχής και επίμονη αναζήτηση ή επιδίωξη: (αδιάκοπο/αέναο) ~ της ευτυχίας/του κέρδους/της τηλεθέασης. ~ με τον χρόνο. Βλ. -ητό. ΣΥΝ. κυνήγι (3)

του

του ουσ. (ουδ.) {άκλ.} (προφ.): το γράμμα ταυ.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.