Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • κοινωνία κοι-νω-νί-α ουσ. (θηλ.) {κοινωνιών} 1. σύνολο ανθρώπων που καταλαμβάνει μια σχετικά οριοθετημένη περιοχή και ζει κάτω από τις ίδιες περίπου πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες· γενικότ. κάθε ομάδα ατόμων με κοινά στοιχεία, ενδιαφέροντα και το είδος των σχέσεων που αναπτύσσονται μεταξύ τους: αγροτική/αναπτυσσόμενη/αρχαία/αστική/δημοκρατική/δυτική/εξελιγμένη/επαρχιακή/ευρωπαϊκή/θρησκευτική/καπιταλιστική/μητριαρχική/μυστική (βλ. μασονία)/πατριαρχική/πλουραλιστική/πολυπολιτισμική/προηγμένη/πρωτόγονη/σοσιαλιστική/συντηρητική/ταξική/τεχνολογική/τοπική (πβ. δήμος)/υπανάπτυκτη/φεουδαρχική/φιλελεύθερη ~. ~ της αγοράς/της γνώσης/του μέλλοντος/(των) δύο ταχυτήτων. Βουδιστικές/μουσουλμανικές/χριστιανικές ~ες. Ανοικτές/κλειστές ~ες (: οι οποίες είναι ή δεν είναι, αντίστοιχα, ανεκτικές στη διαφορετικότητα). Διάρθρωση/εξέλιξη/μέλη/οργάνωση της ~ας. Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής ~ας (της Ακαδημίας Αθηνών). (προφ.) Τι θα πει η ~ (πβ. κόσμος); Βλ. κοινότητα.|| (υβριστ.) Απόβρασμα της ~ας. Βλ. παλιο~. 2. ΖΩΟΛ. ομάδα ζώων με χαρακτηριστική κοινωνική δομή, οργάνωση: η ~ των μελισσών/μυρμηγκιών. Πβ. αποικία.|| (ΟΙΚΟΛ.) Η ~ των φυτών (= φυτο~). ● ΣΥΜΠΛ.: Θεία Κοινωνία & Αγία Κοινωνία: ΕΚΚΛΗΣ. μυστήριο της Χριστιανικής Εκκλησίας κατά το οποίο ο πιστός μεταλαμβάνει το σώμα και το αίμα του Χριστού. ΣΥΝ. Θεία Ευχαριστία, Μετάληψη, κοινωνία (των) πολιτών: ΠΟΛΙΤ. σύνολο κινημάτων, οργανώσεων ή πολιτών, ανεξάρτητων από το κράτος, που έχουν ως σκοπό να μεταβάλουν, μέσω της συλλογικής δράσης, τις κοινωνικές, πολιτικές δομές ή νόρμες σε εθνικό ή διεθνές επίπεδο. Βλ. ενεργοί πολίτες, κοινωνικό κεφάλαιο, μη κυβερνητική οργάνωση, συμμετοχικότητα., κοινωνία δικαιώματος: ΝΟΜ. η κατάσταση δύο ή περισσοτέρων προσώπων που μοιράζονται ένα δικαίωμα., κοινωνία των δύο τρίτων: που χαρακτηρίζεται από αδικίες και ανισότητες εις βάρος περ. του ενός τρίτου του πληθυσμού., Κοινωνία των Εθνών: διεθνής οργανισμός (1920-1946) που είχε ως στόχο την ανάπτυξη της συνεργασίας και τη διατήρηση της ειρήνης μεταξύ των λαών. Βλ. ΟΗΕ. [< αγγλ. League of Nations, 1917] , μαζική κοινωνία (αρνητ. συνυποδ.): τα μέλη της οποίας συμπεριφέρονται και αντιμετωπίζονται ως μάζα., η υψηλή/καλή κοινωνία: οι ανώτερες κοινωνικές τάξεις, η κοινωνική ελίτ. Πβ. αριστοκρατία, χάι σοσάιτι. [< γαλλ. la haute/bonne société] , (κοινωνικό) περιθώριο/περιθώριο της κοινωνίας βλ. περιθώριο, αταξική κοινωνία βλ. αταξικός, βιομηχανική κοινωνία βλ. βιομηχανικός, καταναλωτική κοινωνία βλ. καταναλωτικός, κοινωνία κληρονόμων βλ. κληρονόμος, κοινωνία της αφθονίας βλ. αφθονία, Κοινωνία της Πληροφορίας βλ. πληροφορία, κοινωνία του θεάματος βλ. θέαμα, παραδοσιακή κοινωνία βλ. παραδοσιακός ● ΦΡ.: άτιμη/κακούργα κοινωνία! (λαϊκό-συνήθ. ως επιφών.): όταν επιρρίπτονται αόριστα ευθύνες σε άλλους ή ως έκφραση αγανάκτησης., με τι μούτρα/δεν έχω μούτρα να βγω στην κοινωνία: για κάποιον που ντρέπεται πολύ για κάτι, που νιώθει προσβεβλημένος, κυρ. από τη συμπεριφορά άλλου., έρχομαι εις γάμου κοινωνία(ν) βλ. γάμος [< αρχ. κοινωνία, γαλλ. société]

αταξικός

αταξικός, ή, ό [ἀταξικός] α-τα-ξι-κός επίθ. 1. ΠΟΛΙΤ. που δεν χαρακτηρίζεται από ταξικό διαχωρισμό. ΑΝΤ. ταξικός 2. ΙΑΤΡ. που αναφέρεται στην αταξία: ~ό: βάδισμα. ● ΣΥΜΠΛ.: αταξική κοινωνία: ΠΟΛΙΤ. που δεν διακρίνεται σε κοινωνικές τάξεις. [< 1: γερμ. klassenlos 2: γαλλ. ataxique]

αφθονία

αφθονία [ἀφθονία] α-φθο-νί-α ουσ. (θηλ.): ποσότητα μεγαλύτερη από την αναγκαία: υλική ~. ~ αγαθών/πληροφοριών. Πηγές ενέργειας που υπάρχουν σε/(λόγ.) εν ~ στη φύση. Πβ. περίσσεια, πληθώρα. Βλ. υπερ-αφθονία, -επάρκεια.|| To κέρας της ~ας (= Αμάλθειας). ΑΝΤ. ανεπάρκεια (1), έλλειψη (1), σπανιότητα ● ΣΥΜΠΛ.: κοινωνία της αφθονίας: ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ. αναπτυγμένη οικονομικά, καταναλωτική κοινωνία. [< αγγλ. affluent society, 1958] [< αρχ. ἀφθονία] ΑΦΘΟΝΙΑ

βιομηχανικός

βιομηχανικός, ή, ό βι-ο-μη-χα-νι-κός επίθ. 1. ΟΙΚΟΝ. που σχετίζεται με τη βιομηχανία ή παράγεται από αυτή: ~ός: δείκτης/εξοπλισμός/όμιλος/πολιτισμός/τομέας (πβ. δευτερογενής, βλ. πρωτο-, τριτο-γενής). ~ή: ασφάλεια/επεξεργασία (πβ. μεταποίηση)/έρευνα (πβ. εφαρμοσμένη)/εταιρεία/κουλτούρα/μονάδα/παραγωγή/περιοχή/ρύπανση. ~ό: απόρρητο/ατύχημα (πβ. εργατικό)/συγκρότημα. ~οί: αυτοματισμοί/εργάτες/κλάδοι/λέβητες/χώροι. ~ές: εγκαταστάσεις/σχέσεις (πβ. εργασιακές). ~ά: αγαθά/απόβλητα/είδη/εργαλεία/μηχανήματα/ορυκτά (π.χ. άργιλος)/υλικά. Εμπορικό και ~ό Επιμελητήριο. Οι ~ές (= ανεπτυγμένες) χώρες (του Βορρά/της Δύσης). Βλ. βιοτεχνικός, εμπορο~, προ-/μετα~.|| (γνωστικά αντικείμενα) ~ή Διοίκηση/Λογιστική/Οικονομία/Οργάνωση/Χημεία. ~ό Μάρκετινγκ. 2. (ειδικότ.) που προορίζεται για μεταποίηση: ~ά: ροδάκινα (για κονσερβοποίηση)/φυτά (π.χ. βαμβάκι, ζαχαρότευτλο, καπνός). ● επίρρ.: βιομηχανικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: βιομηχανική επανάσταση (συχνά με κεφαλ. Β, Ε): ΙΣΤ. ραγδαία και μεγάλη αλλαγή στην οικονομία (18ος αι.), με βασικά χαρακτηριστικά τη χρήση τεχνικών μεθόδων παραγωγής και νέων πηγών ενέργειας και γενικότ. τη μηχανοποίηση της εργασίας. Η τρίτη ~ ~ (: η ψηφιακή). Η τέταρτη (: συγκερασμός τεχνολογιών από το φυσικό, ψηφιακό και βιολογικό κόσμο). [< αγγλ. industrial revolution, 1848, γαλλ. révolution industrielle] , βιομηχανική κοινωνία (κ. με κεφαλ. Β, Κ): ΙΣΤ. που βασίζεται στη μηχανοποίηση για παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών. Βλ. Κοινωνία της Πληροφορίας. [< αγγλ. industrial society] , βιομηχανικό πάρκο (ακρ. ΒΙ.ΠΑ.): μεγάλη έκταση, συνήθ. στα περίχωρα μιας πόλης, με συγκεντρωμένα εργοστάσια, όπου ασκείται βιομηχανική και βιοτεχνική δραστηριότητα μέσης και χαμηλής όχλησης. Βλ. βιοτεχνικό πάρκο, τεχνόπολη. [< αγγλ. industrial park, 1955] , βιομηχανική αισθητική βλ. αισθητική, βιομηχανική αρχαιολογία βλ. αρχαιολογία, βιομηχανική ζώνη βλ. ζώνη, βιομηχανική ιδιοκτησία βλ. ιδιοκτησία, βιομηχανική κατασκοπεία βλ. κατασκοπεία, βιομηχανική κοινωνιολογία βλ. κοινωνιολογία, βιομηχανική πίστη βλ. πίστη, βιομηχανική ψυχολογία βλ. ψυχολογία, βιομηχανικό χιόνι βλ. χιόνι, βιομηχανικός μελανισμός βλ. μελανισμός, βιομηχανικός σχεδιασμός βλ. σχεδιασμός [< γαλλ. industriel, γερμ. industriell]

γάμος

γάμος γά-μος ουσ. (αρσ.) 1. νόμιμη ένωση συνήθ. ενός άντρα και μιας γυναίκας, που αναγνωρίζονται επίσημα ως σύζυγοι με θρησκευτική ή πολιτική τελετή και συνεκδ. η αντίστοιχη τελετή και ο ακόλουθος εορτασμός: ανοιχτός (: με πολλούς προσκεκλημένους, ΑΝΤ. κλειστός)/βασιλικός/παραδοσιακός/πλούσιος ~. Πρώτος/δεύτερος/τρίτος ~. ~ συμφέροντος. ~ από έρωτα/συνοικέσιο. Κοινοί ~οι (: που τελούνται ταυτόχρονα στον ίδιο χώρο). ~ (μεταξύ) γκέι/λεσβιών/ομοφύλων. (Αν)αγγελία/βίντεο/γνωριμία/δεξίωση/δήλωση (: στο ληξιαρχείο)/δώρο/έθιμα/είδη (: νυφικά, στέφανα, λαμπάδες, μπομπονιέρες)/επέτειος/οργάνωση/πιστοποιητικό/(ληξιαρχική) πράξη/προσκλητήριο/τέλεση/τραγούδι/τραπέζι (= γλέντι)/φωτογραφίες ~ου. Είναι/βρίσκεται/έφτασε σε ηλικία ~ου. Ανακοινώνω/εμποδίζω/ευλογώ/τελώ τον ~ο. Συνάπτω ~ο. Βγάζω τις άδειες του ~ου.|| (ΝΟΜ.) Άκυρος/ανυπόστατος ~. (Δικαστική) λύση ~ου (βλ. διαζύγιο). Επίδομα ~ου. Πβ. παντρειά, πάντρεμα. Βλ. στεφάνι. 2. (συνεκδ.) έγγαμος βίος, συμβίωση συζύγων: αποτυχημένος/αταίριαστος/άτυχος/διαλυμένος/επιτυχημένος ~. Σώζω τον ~ο μου. Ατύχησε/ευτύχησε στον ~ο του. Ο ~ τους κράτησε παρά τις αντιξοότητες. H πρώτη νύχτα του ~ου. 3. ΘΕΟΛ. ένα από τα επτά μυστήρια της χριστιανικής θρησκείας, με το οποίο ευλογείται η ένωση άντρα και γυναίκας, με σκοπό την πνευματική και ηθική τους τελείωση και τη γέννηση τέκνων. 4. (μτφ.) ένωση ή συνεργασία διαφορετικών ή αντίθετων πλευρών, εταιρειών: ~ (δύο) εκδοτικών οίκων. ● ΣΥΜΠΛ.: αναγκαστικός γάμος 1. που επιβάλλεται από το οικογενειακό και το κοινωνικό περιβάλλον ή λόγω ειδικών συνθηκών (συνήθ. ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης). 2. (μτφ.) συνεργασία, συμφωνία που επιβάλλεται από κάποιες καταστάσεις: ~ ~ των επιχειρήσεων., αργυροί/χρυσοί/αδαμάντινοι γάμοι: επέτειος των 25, 50 και 60 (ή 75) χρόνων έγγαμης συμβίωσης, αντίστοιχα. Βλ. ιωβηλαίο. [< γαλλ. noces d'argent/d'or/de diamant] , θρησκευτικός γάμος: που γίνεται σύμφωνα με τον τρόπο που υπαγορεύει η θρησκεία του ζευγαριού. [< γαλλ. mariage religieux] , λευκός/εικονικός γάμος: ΝΟΜ. που γίνεται συμβατικά, για λόγους σκοπιμότητας. [< γαλλ. mariage blanc] , μικτός γάμος: που πραγματοποιείται μεταξύ ετερόθρησκων ή ετερόδοξων. [< γαλλ. mariage mixte] , πολιτικός γάμος: που τελείται (1982 κ. ε.) από εκπρόσωπο δημοτικής ή άλλης πολιτικής Αρχής, συνήθ. στο δημαρχείο. [< γαλλ. mariage civil] , λίστα γάμου βλ. λίστα, πρόταση (γάμου) βλ. πρόταση ● ΦΡ.: εκτός γάμου: έξω από τα πλαίσια της έγγαμης ζωής: σχέσεις ~ ~ (= εξωσυζυγικές). Παιδιά που γεννήθηκαν ~ ~. Πβ. εξώγαμος., εντός γάμου: που προκύπτει ή λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο της έγγαμης συμβίωσης: τέκνα γεννημένα ~ ~., έρχομαι εις γάμου κοινωνία(ν) (επίσ.): παντρεύομαι., όλα του γάμου δύσκολα (κι η νύφη γκαστρωμένη) (παροιμ.): όταν υπάρχουν πολλές δυσκολίες, για να γίνει κάτι ή όταν εμφανίζεται ένα (νέο) πρόβλημα σε μια ήδη δύσκολη κατάσταση., όπου γάμος και χαρά (κι) η Βασίλω πρώτη: για πρόσωπο που παρευρίσκεται σε πολλές κοινωνικές εκδηλώσεις, συχνά για να προβληθεί., πάρ' τον στον γάμο σου να σου πει «και του χρόνου» (παροιμ.): όταν κάποιος λέει κάτι, συνήθ. αρνητικό, που δεν ταιριάζει σε συγκεκριμένη περίσταση., τα (ιερά) δεσμά του γάμου (επίσ.): ο γάμος: Ενώθηκαν με ~ ~ ενώπιον Θεού και ανθρώπων., (ο) γάμος του καραγκιόζη βλ. καραγκιόζης, ζητώ (σε γάμο) βλ. ζητώ, θα αφήσουμε/σιγά μην αφήσουμε τον γάμο να πάμε για πουρνάρια βλ. αφήνω, στον γάμο του καραγκιόζη βλ. καραγκιόζης, του Κουτρούλη ο γάμος/το πανηγύρι βλ. Κουτρούλης [< αρχ. γάμος]

θέαμα

θέαμα θέ-α-μα ουσ. (ουδ.) {θεάμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. οτιδήποτε παρουσιάζεται μπροστά σε κοινό και έχει συνήθ. καλλιτεχνικό ή ψυχαγωγικό χαρακτήρα· ειδικότ. παράσταση, προβολή, αθλητικός αγώνας ή άλλη εκδήλωση με στοιχεία που προσελκύουν την προσοχή των θεατών και προκαλούν έντονες εντυπώσεις: απολαυστικό/βαρετό/δυνατό/εντυπωσιακό/κακόγουστο/καλό/μοναδικό/παιδικό/πλούσιο/ποιοτικό/σπάνιο/φαντασμαγορικό/φτωχό/ωραίο ~. Υψηλό ~/~ υψηλής αισθητικής. Δημόσια/καλοκαιρινά ~ατα. Βίαια/ρωμαϊκά ~ατα (βλ. αρένα). Γιορτές/δρώμενα και ~ατα. Η ομάδα προσέφερε/υπόσχεται/χάρισε (ένα) ανεπανάληπτο ~.|| Εικαστικό/ζωντανό/θεατρικό/κινηματογραφικό/μουσικό/οπτικό/σκηνικό/σύνθετο/τηλεοπτικό/χορευτικό ~. Υπηρεσίες ~ατος. (Δωρεάν) δελτία ~ατος (: για την είσοδο σε θέατρο, κινηματογράφο, μουσείο). Αίθουσες/εισιτήρια ~άτων. (Δι)οργάνωση/παρακολούθηση ~άτων. Πβ. περφόρμανς, σόου, χάπενινγκ. Βλ. ακρόαμα, πολυ~, υπερ~.|| Οι άνθρωποι/οι αστέρες/οι εταιρείες/ο κόσμος/ο χώρος του ~ατος (= σοουμπίζ). 2. οτιδήποτε βλέπει κάποιος, με αποτέλεσμα να του προκαλούνται συγκεκριμένα συναισθήματα· θέαση: Φτάνοντας στην κορυφή του βουνού, θα απολαύσετε ένα μαγευτικό ~ (= θέα). Αντίκρισαν/βρέθηκαν αντιμέτωποι με ένα αηδιαστικό/αλλόκοτο/απάνθρωπο/απερίγραπτο/αποτρόπαιο/ασύλληπτο/μακάβριο/σκληρό/τρομακτικό/φρικιαστικό ~. Είναι απαράδεκτο/απίστευτο/αστείο/άσχημο/γελοίο/θλιβερό/τραγικό το ~ (= η εικόνα) που παρουσιάζει το ... Σοκαρίστηκε/συγκλονίστηκε από το ~.|| Το ~ της βίας. ● ΣΥΜΠΛ.: θεάματα (του) δρόμου: υπαίθρια δρώμενα: αυτοσχέδια ~ ~. Ακροβάτες/ζογκλέρ/κλόουν/ταχυδακτυλουργοί και ~ ~. ~ ~ με ξυλοπόδαρα, φωτιές και πυροτεχνήματα. Βλ. θέατρο (του) δρόμου. [< αγγλ. street performance] , κοινωνία του θεάματος: τάση που επικρατεί στις σύγχρονες κοινωνίες να μετατρέπονται τα πάντα σε παράσταση προς τέρψη του τηλεθεατή και η πολιτική πράξη να καταντά θεατρική διαδικασία: ~ ~ και του καταναλωτισμού. Βλ. κοινωνία της γνώσης. [< γαλλ. société du spectacle, 1967] , βιομηχανία του θεάματος βλ. βιομηχανία ● ΦΡ.: άρτος και θεάματα βλ. άρτος, γίνομαι θέατρο/(δημόσιο) θέαμα/τσίρκο/νούμερο βλ. γίνομαι [< αρχ. θέαμα, γαλλ.-αγγλ. spectacle]

καταναλωτικός

καταναλωτικός, ή, ό κα-τα-να-λω-τι-κός επίθ.: που σχετίζεται με την κατανάλωση ή τον καταναλωτή: ~ός: συνεταιρισμός. ~ή: αγορά/δύναμη/ζήτηση/κουλτούρα/μανία/οικονομία/πολιτική/συμπεριφορά/συνείδηση. ~ό: ενδιαφέρον. ~ές: ανάγκες/δαπάνες/οργανώσεις/πρακτικές/προτιμήσεις/συνήθειες/συσκευές/υπηρεσίες. ~ά: είδη/έξοδα/προϊόντα.|| ~ός: τρόπος ζωής. ~ή: μανία/νοοτροπία/τάση/υστερία. ~ό: πνεύμα. ~ά: πρότυπα. Το ~ό μοντέλο/όνειρο. Βλ. υλιστικός, υπερ~.|| Ο άνθρωπος ως ~ό ον. ΑΝΤ. αντικαταναλωτικός ● επίρρ.: καταναλωτικά ● ΣΥΜΠΛ.: καταναλωτικά αγαθά: που αγοράζει το καταναλωτικό κοινό για την ικανοποίηση προσωπικών αναγκών ή επιθυμιών: αναλώσιμα/βασικά/διαρκή (: με μακρά διάρκεια χρήσης, π.χ. ηλεκτρικές συσκευές, έπιπλα) ~ ~. Εμπορία/παραγωγή/πώληση/τιμές ~ών ~ών. [< αγγλ. consumer goods, 1901] , καταναλωτική κοινωνία (αρνητ. συνυποδ.): στην οποία η κατανάλωση αγαθών ανάγεται σε πρωταρχική αξία. Βλ. κοινωνία της αφθονίας., καταναλωτικό δάνειο: που χορηγείται από χρηματοπιστωτικό οργανισμό για αγορά καταναλωτικών αγαθών ή χρήση υπηρεσιών μεγάλης αξίας. Βλ. διακοπο-, εορτο-δάνειο., καταναλωτικό κοινό (περιληπτ.): το σύνολο των καταναλωτών, οι αγοραστές: έμποροι και ~ ~. Επιχειρηματικό και ~ ~., καταναλωτική πίστη βλ. πίστη [< μτγν. καταναλωτικός, αγγλ. consumer, consumption]

κληρονόμος

κληρονόμος κλη-ρο-νό-μος ουσ. (αρσ. + θηλ.) 1. ΝΟΜ. πρόσωπο που κληρονομεί περιουσία μετά τον θάνατο του κατόχου της: ο μοναδικός/νόμιμος ~ κάποιου. ~ εξ αδιαθέτου/εξ απογραφής/εκ διαθήκης. ~ ακινήτου/χρηματικού ποσού. ~οι ή κληροδόχοι. Τον (εγ)κατέστησε ~ο του. Βλ. συγ~.|| Διάσημη/χρυσή ~. Ανήλικος ~. Οι διεκδικήσεις των ~ων.|| (κατ' επέκτ.) ~ του θρόνου (= διάδοχος). 2. (μτφ.) αποδέκτης και φορέας θετικού στοιχείου που μεταβιβάστηκε σε αυτόν από τους προκατόχους του: ~οι αξιών και ιδανικών/σημαντικής πολιτιστικής παράδοσης. Βλ. συνεχιστής. ● ΣΥΜΠΛ.: κοινωνία κληρονόμων: ΝΟΜ. εταιρεία που συστήνεται από συγκληρονόμους με κεφάλαιο την κληρονομική μερίδα του καθενός. [< 1: αρχ. κληρονόμος 2: γαλλ. héritier]

κοινότητα

κοινότητα κοι-νό-τη-τα ουσ. (θηλ.) {κοινοτήτ-ων} 1. οργανωμένο σύνολο ομοεθνών, ομοφύλων ή και ομοθρήσκων που ζουν σε ξένη χώρα· γενικότ. ομάδα ατόμων με κοινά ενδιαφέροντα, χαρακτηριστικά: ανθρώπινη/γλωσσική/εθνική (πβ. έθνος)/θρησκευτική/μειονοτική/χριστιανική ~. ~ες ιθαγενών/μεταναστών.|| Ακαδημαϊκή/δικτυακή/εκπαιδευτική/επιστημονική/ηλεκτρονική/μοναστική (πβ. μοναστήρι)/μουσική/πανεπιστημιακή/πολιτιστική/σχολική/ψηφιακή ~. ~ χωρών (πβ. ένωση). Βλ. κοινωνία.|| (κατ' επέκτ.) ~ ζώων/φυτών. Βλ. -ότητα, βιο~, οικο~. 2. (λόγ.) η ιδιότητα του κοινού, η ύπαρξη όμοιων στοιχείων, συμφωνία: ~ αντιλήψεων/απόψεων/ενδιαφερόντων/ιδεών/συμφερόντων. Πβ. ενότητα, σύμπτωση. 3. (παλαιότ.) η κατώτερη διοικητική υποδιαίρεση στην τοπική αυτοδιοίκηση του ελληνικού κράτους: τοπική ένωση δήμων και ~ων. ● ΣΥΜΠΛ.: Βουλή των Κοινοτήτων: το ένα από τα δύο νομοθετικά σώματα του αγγλικού κοινοβουλίου, τα μέλη του οποίου εκλέγονται για πέντε χρόνια με άμεση λαϊκή ψήφο και εκπροσωπούν τον λαό: Βουλή των Λόρδων και ~ ~. [< αγγλ. House of Commons] , δημοτική κοινότητα: ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. κοινότητα που θεσπίστηκε με το σχέδιο "Καλλικράτης", η οποία έχει περισσότερους από 2.000 κατοίκους και εκλέγει συμβούλιο., διεθνής κοινότητα: το σύνολο των κρατών., θεραπευτική κοινότητα: κάθε ομάδα ατόμων που συγκροτείται για θεραπευτικούς σκοπούς, κυρ. για απεξάρτηση τοξικομανών: ένταξη σε ~ ~., μαθητική κοινότητα: το σύνολο των μαθητών μιας τάξης ή ενός τμήματος, σχολείου· κατ' επέκτ. όλοι οι μαθητές: Το πενταμελές συμβούλιο αποτελεί όργανο της ~ής ~ας., τοπική κοινότητα: ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. αυτή που θεσπίστηκε με το σχέδιο "Καλλικράτης", η οποία έχει 300 έως 2.000 κατοίκους και εκπροσωπείται από έναν σύμβουλο: πρόεδρος ~ής ~ας., Ευρωπαϊκή Κοινότητα βλ. ευρωπαϊκός, Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα βλ. ευρωπαϊκός [< 2: αρχ. κοινότης ‘το να είναι κάτι κοινό ή σε γενική χρήση’ 1: γαλλ. communauté 3: γαλλ. commune]

ΟΗΕ

ΟΗΕ (ο): Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών. Βλ. ΗΕ, UN.

παραδοσιακός

παραδοσιακός, ή, ό πα-ρα-δο-σι-α-κός επίθ.: που σχετίζεται με την παράδοση: ~ός: γάμος/θεσμός/κλάδος/ξενώνας/(διατηρητέος) οικισμός/πολιτισμός/σύλλογος/τρόπος ζωής/φούρνος. ~ή: αρχιτεκτονική/γιορτή (πβ. καθιερωμένη)/διδασκαλία/ενδυμασία/εργασία/καλλιέργεια (λαχανικών)/κατασκευή/(ελληνική) κουζίνα/μέθοδος/μουσική/πρακτική/στολή/συνταγή/ταβέρνα/τέχνη/φιλοξενία/φορεσιά. ~ό: γλέντι/εργαστήριο αγγειοπλαστικής/καφενείο/κέντημα/κέντρο (μιας πόλης)/μοτίβο/ξενοδοχείο/παιχνίδι/προϊόν/σπίτι/σχολείο/τραγούδι/χωριό. ~οί: χοροί. ~ές: αξίες. ~ά: έθιμα/επαγγέλματα/μουσικά όργανα. ~ά στοιχεία (ΑΝΤ. νεωτεριστικά). Ο ~ χαρακτήρας της περιοχής. Το μαγαζί σερβίρει ~ούς μεζέδες. Πολλοί ~οί ρόλοι έχουν ανατραπεί. Πβ. φολκλορ-ικός, πατροπαράδοτος. Βλ. κλασικός, συμβατικός.|| (για πρόσ.) ~ός: άνδρας/τεχνίτης. ~οί: εχθροί/φίλοι. ΑΝΤ. μοντέρνος (1), σύγχρονος (1) ● επίρρ.: παραδοσιακά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: παραδοσιακή κοινωνία: προβιομηχανική κοινωνία που είχε ως βάση την αγροτική οικονομία και χαρακτηριζόταν από σταθερές αξίες και συμπεριφορές: η θέση της γυναίκας στην ελληνική ~ ~., παραδοσιακή γραμματική βλ. γραμματική [< γαλλ. traditionnel]

περιθώριο

περιθώριο πε-ρι-θώ-ρι-ο ουσ. (ουδ.) {περιθωρί-ου | -ων} 1. κενό διάστημα που δημιουργείται σε κάθε σελίδα γύρω από κείμενο ή εικόνα: αριστερό/δεξί/λευκό ~. Ζωγραφιές/σημειώσεις/σχόλια στο ~. Πβ. άκρη. Βλ. μπορντούρα.|| Το ~ του χάρτη. 2. (κατ' επέκτ.) ελεύθερος χώρος σε μία ή περισσότερες πλευρές ενός αντικειμένου (ή επιφάνειας), η άδεια περιοχή γύρω από αυτές: Άφησε λίγο/μερικά εκατοστά ~. 3. (μτφ.) όριο πέρα από το οποίο κάτι δεν είναι πλέον αποδεκτό ή δυνατό: Έχει ~ μιας εβδομάδας/τριών ημερών (για) να τελειώσει (πβ. προθεσμία). Τα χρονικά ~α είναι περιορισμένα/έχουν εξαντληθεί/στενεύουν. Πβ. τράτο.|| Δεν υπάρχει (κανένα) ~ αμφιβολίας/αντίδρασης/βελτίωσης/εφησυχασμού. Κείμενο που αφήνει ~ για πολλές ερμηνείες. Δεν του έδωσαν πολλά ~α αισιοδοξίας/ελιγμών/επιλογών (πβ. δυνατότητα, ευχέρεια). 4. ΟΙΚΟΝ. η διαφορά ανάμεσα στην τιμή πώλησης και κόστους, στην τιμή αγοράς και παραγωγής ενός προϊόντος: εμπορικό ~. ~ ασφαλείας/κέρδους. ● ΣΥΜΠΛ.: (κοινωνικό) περιθώριο/περιθώριο της κοινωνίας: κατάσταση κοινωνικού αποκλεισμού: Βρίσκονται/έχουν τεθεί/ζουν στο ~ ~ για οικονομικούς λόγους/εξαιτίας της ανεργίας., ηπειρωτικό περιθώριο: ΓΕΩΓΡ. η ηπειρωτική υφαλοκρηπίδα μαζί με την ηπειρωτική κατωφέρεια. [< γαλλ. marge continentale] , περιθώριο σφάλματος/λάθους: ΣΤΑΤΙΣΤ. αριθμός που εκφράζει το ποσοστό λάθους με απόκλιςση στα αποτελέσματα μιας έρευνας ή μέτρησης. Βλ. συν-πλην. [< αγγλ. margin of error] ● ΦΡ.: βάζω (ή αφήνω/εξωθώ/θέτω) κάποιον/μπαίνω στο περιθώριο: παραμερίζω, παραγκωνίζω κάποιον ή παραγκωνίζομαι: Έχει εξωθηθεί/τέθηκε στο (πολιτικό και κομματικό) ~ από τους αντιπάλους του.|| Η νεολαία δεν μπαίνει ~ ~., στο περιθώριο 1. για κάτι που γίνεται ανεπίσημα ή κρυφά στο πλαίσιο επίσημης εκδήλωσης: συζητήσεις ~ ~ της συνάντησης/συνόδου κορυφής. Βλ. παρασκήνιο. 2. για κάτι που βρίσκεται εκούσια ή έχει τεθεί ακούσια εκτός ενός νόμιμου ή κοινά αποδεκτού συνόλου: Κινούνται ~ ~ του νόμου (= παράνομα).|| Προβλήματα που βρίσκονται/έχουν στριμωχθεί/έχουν περάσει ~ ~ της πολιτικής (ατζέντας) (= που έχουν παραγκωνισθεί, υποσκελιστεί). [< γαλλ. en marge de] , του περιθωρίου: περιθωριακός: άνθρωποι/γλώσσα (πβ. αργκό) ~ ~. [< μεσν. *περιθεώριον, γαλλ. marge]

πληροφορία

πληροφορία πλη-ρο-φο-ρί-α ουσ. (θηλ.) {πληροφορι-ών} 1. κάθε στοιχείο που μεταδίδεται από πομπό σε δέκτη υπό μορφή συνήθ. λεκτικού μηνύματος, κειμένου, μαθηματικής έκφρασης ή μουσικού κομματιού, παρέχοντας κυρ. καινούργια γνώση για κάποιο θέμα: ασήμαντη/άχρηστη/ελλιπής/πολύτιμη ~. Αναλυτικές/γενικές/έντυπες/επιστημονικές/ηλεκτρονικές/ιστορικές/νομικές/συμπληρωματικές/χωρικές ~ες. Αξιολόγηση/έλεγχος/χρήση μιας ~ας. Κενό ~ας. Πρόσβαση στη(ν) δημόσια/ψηφιακή ~. Αναγκαίες/απαραίτητες/επεξηγηματικές ~ες. Αναζήτηση/ανάλυση/διακίνηση/παροχή/συγκέντρωση/συσχέτιση ~ών. Διαρροή (βαρυσήμαντων/μυστικών)/ροή ~ών. Δεξαμενή/πηγές ~ών. Σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτες/αξιόπιστες/αποκαλυπτικές/αποκλειστικές/απόρρητες/ασφαλείς/διασταυρωμένες/έγκυρες/εμπιστευτικές/επίσημες ~ες ... (πβ. είδηση). (Ανα)μεταδίδω/αξιοποιώ μια ~. Είμαστε στη διάθεσή σας για οποιαδήποτε ~. Στο βιβλίο/στην ιστοσελίδα περιέχονται ~ες για/γύρω από/πάνω σε/σχετικά με ... Ανταλλάσσω/βρίσκω/δίνω (πβ. ενημερώνω)/παίρνω/συλλέγω ~ες. Βλ. ΕΥΠ.|| (στη θεωρία της επικοινωνίας:) Διάδοση/διάχυση της ~ας. Διαχείριση της ~ας (: μεταφορά, επεξεργασία, αποθήκευση).|| (ΤΗΛΕΠ.) Ακουστικές/ηχητικές/οπτικές ~ες. Βλ. τηλεπληροφορίες. 2. ΠΛΗΡΟΦ. οποιοδήποτε γνωσιακό στοιχείο προέρχεται από την επεξεργασία δεδομένων: ανάκληση/ανάσυρση ~ών. Αναπαράσταση/θεωρία ~ας.πληροφορίες (οι) (σε Υπηρεσία ή επιχείρηση): Γραφείο Πληροφοριών (για την ενημέρωση του κοινού). [< αγγλ. information] ● ΣΥΜΠΛ.: γενετική πληροφορία: ΒΙΟΛ. πληροφορία που περιέχεται στις νουκλεοτιδικές αλληλουχίες της αλυσίδας του DNA και καθορίζει τη σύνθεση των πρωτεϊνών. Πβ. γενετικός κώδικας. [< γαλλ. information génétique ] , Κοινωνία της Πληροφορίας (ακρ. ΚτΠ): στην οποία παίζει σημαντικό ρόλο η διαχείριση και αξιοποίηση των πληροφοριών μέσω της τεχνολογίας και της Πληροφορικής. Βλ. τηλεδημοκρατία. [< αγγλ. information society] , πληροφορίες (τηλεφωνικού) καταλόγου: ΤΗΛΕΠ. τηλεφωνική ή διαδικτυακή υπηρεσία που παρέχει πληροφορίες για αριθμούς τηλεφώνων που έχουν καταχωρηθεί σε τηλεφωνικούς καταλόγους., Τεχνολογίες Πληροφορίας και Επικοινωνίας/Επικοινωνιών (ακρ. ΤΠΕ): οι τεχνολογίες των υπολογιστών και των επικοινωνιών, των οποίων η ανάπτυξη επιτυγχάνεται με τη γενίκευση της ηλεκτρονικής ανταλλαγής πληροφοριών, τη χρήση ψηφιακών συσκευών και τη ραγδαία εξάπλωση του διαδικτύου και των τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών. Πβ. τεχνολογία (της) πληροφορίας/(των) πληροφοριών. Βλ. ευρυζωνικότητα. [< αγγλ. Information and Communication Technologies, information technology, 1978] , ανάκτηση πληροφοριών/πληροφορίας βλ. ανάκτηση, Γεωγραφικά Συστήματα Πληροφοριών βλ. γεωγραφικός, εξαγωγή/εξόρυξη πληροφορίας βλ. εξαγωγή, εξόρυξη δεδομένων βλ. εξόρυξη, οικονομικά στοιχεία και πληροφορίες βλ. στοιχείο, πληροφορίες ασφαλείας βλ. ασφάλεια, τράπεζα δεδομένων/πληροφοριών βλ. τράπεζα, υπερλεωφόρος (των) πληροφοριών βλ. υπερλεωφόρος [< 1: μτγν. πληροφορία ‘ικανοποίηση, διαβεβαίωση’, γαλλ. information, renseignement 2: αγγλ. information]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.