Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • κοινωνώ [κοινωνῶ] κοι-νω-νώ ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {κοινων-είς κ. -άς ... | κοινών-ησα, -ήσω, -ώντας} & (λαϊκό) κοινωνάω 1. (για πιστό) λαμβάνω τη Θεία Κοινωνία, μεταλαβαίνω: ~ησε το σώμα και το αίμα του Κυρίου. (λόγ.) ~ησε των Aχράντων Μυστηρίων. Νηστεύω για να ~ήσω. 2. (για ιερέα) δίνω τη Θεία Κοινωνία: (για ετοιμοθάνατο ή θανατοποινίτη:) Ήρθε παπάς και τον ~ησε. [< μτγν. κοινωνῶ]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.