Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • κοινός , ή, ό κοι-νός επίθ. 1. που χαρακτηρίζει, αφορά ένα σύνολο ανθρώπων ή στοιχείων ή συμβαίνει συγχρόνως από πολλούς μαζί: ~ός: αγώνας/κώδικας (επικοινωνίας)/προβληματισμός/προσανατολισμός/σκοπός/στόχος/τρόπος (σκέψης)/φόβος. ~ή: αντίληψη/βούληση/διαπίστωση/επιθυμία/επιτροπή/ιστορία/καταγωγή/μοίρα/παράδοση/πολιτική/πορεία/προοπτική/στρατηγική/συνείδηση/συνισταμένη/ταυτότητα/υπηρεσία. ~ό: ανακοινωθέν/γνώρισμα/μέλλον/νόμισμα/όραμα/πρόγραμμα/σύστημα. ~οί: κανόνες/όροι/παράγοντες. ~ές: αγωνίες/απόψεις/αρχές/επιλογές/θέσεις/ιδιότητες/προθέσεις. ~ά: αιτήματα/δικαιώματα/έθιμα/ενδιαφέροντα/ήθη/σημεία/συμφέροντα/χαρακτηριστικά. Πρόσωπο ~ής αποδοχής. Αδικήματα του ~ού Ποινικού Δικαίου. Αποτελεί/είναι/συνιστά ~ή πεποίθηση ότι ... Αγωνίζεται για το ~ό καλό (: το κοινωνικού συνόλου). Πβ. ίδιος, όμοιος, συλλογικός. 2. αυτός τον οποίο μοιράζονται, έχουν στην κατοχή τους ή χρησιμοποιούν πολλά άτομα μαζί: ~ός: λογαριασμός (ΑΝΤ. χωριστός). ~ή: γλώσσα/εταιρεία (βλ. συνεταιρισμός)/ιδιοκτησία. ~ό: κτήμα/σπίτι/ταμείο. ~ές: αναμνήσεις/εμπειρίες/καταβολές/συνήθειες/ρίζες. ~οί: μετοχικοί τίτλοι. ~ά: αγαθά/βιώματα/οφέλη. ~ υποψήφιος και για τα δύο κόμματα. Έχουμε ~ούς φίλους. Δωμάτια με ~ή (= κοινόχρηστη) κουζίνα/τουαλέτα. Η ~ή ζωή ενός ζευγαριού (πβ. συμβίωση).|| (ΙΑΤΡ.) ~ή: καρωτίδα. 3. που δεν παρουσιάζει κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, μέτριος, συνηθισμένος: ο ~ αναγνώστης/καταναλωτής (= μέσος). ~ός: πολίτης (= ιδιώτης)/τύπος (δέρματος). ~οί: χαρακτηρισμοί. Αποδείχτηκε/δεν είναι παρά ένας ~ απατεώνας. Του συμπεριφέρθηκαν σαν να ήταν ένας ~ κακοποιός. Διώξη ~ού εγκλήματος. Το έργο του τον διαφοροποιεί/ξεχωρίζει από τους ~ούς ανθρώπους. Ξεπέρασε το ~ό μέτρο (πβ. μέσος όρος). ΑΝΤ. εξαιρετικός, ξεχωριστός.|| ~ό: χαρτί (: φτηνό, όχι υψηλής ποιότητας).|| (ΒΟΤ.) Θύμος ο ~ (: το θυμάρι). Πόα η ~ή.|| (ΙΑΤΡ.) ~ή: νόσος. ● επίρρ.: κοινώς/κοινά [κοινῶς]: από πολλούς ανθρώπους: Είναι ~ (απο/παρα)δεκτό ότι ... || (όπως λέγεται από τους περισσότερους ανθρώπους, σύμφωνα με την καθομιλουμένη:) Οίδημα, κοινώς/κατά το κοινώς λεγόμενον, πρήξιμο. ● ΣΥΜΠΛ.: (Αλεξανδρινή/Ελληνιστική) Κοινή: ΓΛΩΣΣ. η ελληνική γλώσσα όπως διαμορφώθηκε από τον 3ο αι. π.Χ. μέχρι τον 6ο αι. μ.Χ., η κοινή γνώμη: η στάση του κόσμου απέναντι σε κάποιο θέμα και συνεκδ. το κοινωνικό σύνολο: η διεθνής/ελληνική/ευρωπαϊκή/παγκόσμια ~ ~. Αποπροσανατολισμός/διαμόρφωση/ενημέρωση/επιρροή/ευαισθητοποίηση/κινητοποίηση/παραπλάνηση/πληροφόρηση/χειραγώγηση της ~ής ~ης. Υποθέσεις που συγκλόνισαν την ~ ~. Δημοσκόπηση για τη σφυγμομέτρηση της ~ής ~ης. [< γαλλ. opinion publique] ,κοινή αγορά: συμφωνία μεταξύ δύο ή περισσότερων κρατών η οποία επιτρέπει την ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων και εργασίας καθώς επίσης αγαθών και υπηρεσιών· (παλαιότ. με κεφαλ. Κ,Α) η Ευρωπαϊκή Ένωση: ~ ~ ενέργειας/ηλεκτρισμού. ~ές ~ές πετρελαίου/πρώτων υλών/φυσικού αερίου. [< αγγλ. common market, 1954, γαλλ. Marché Commun, 1957] , Κοινή Νεοελληνική/Κοινή Νέα Ελληνική: ΓΛΩΣΣ. η σύγχρονη μορφή της ελληνικής γλώσσας, η οποία προήλθε από την ανάμειξη της δημοτικής με στοιχεία της καθαρεύουσας., κοινό κρυολόγημα: η πιο συχνή μορφή λοίμωξης του αναπνευστικού συστήματος που εκδηλώνεται με ρινική καταρροή, φτέρνισμα, πονοκέφαλο, πονόλαιμο, ξηρό βήχα και χαμηλό πυρετό. Βλ. γρίπη., κοινό μυστικό: για καθετί που, ενώ θεωρείται μυστικό, το γνωρίζουν πολλοί: Είναι ~ ~ στους δημοσιογραφικούς κύκλους ότι ..., κοινός τόπος (μτφ.) 1. γενικώς αποδεκτή αντίληψη, κοινοτοπία: Είναι ~ ~ ότι ... Βλ. πρωτοτυπία. 2. κοινό σημείο: ~ ~ μεταξύ των δύο πλευρών., ελάχιστο κοινό πολλαπλάσιο βλ. ελάχιστος, κοινή (/χριστιανική/παρούσα) εποχή βλ. εποχή, κοινή γυναίκα βλ. γυναίκα, κοινή δράση βλ. δράση, κοινή λογική βλ. λογική, κοινή μετοχή βλ. μετοχή, κοινής ωφελείας βλ. ωφέλεια, Κοινό Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Αναφοράς (για τις γλώσσες) βλ. πλαίσιο, κοινό όνομα βλ. όνομα, κοινός θνητός βλ. θνητός, κοινός νους βλ. νους, κοινός παρονομαστής βλ. παρονομαστής, μέγιστος κοινός διαιρέτης βλ. διαιρέτης, το κοινό/το δημόσιο αίσθημα βλ. αίσθημα ● ΦΡ.: από κοινού: μαζί, συνεργαζόμενοι: ~ ~ ανάληψη της ευθύνης/αντιμετώπιση του προβλήματος/εμφάνιση/προσπάθεια/χρήση. Αποφάσισαν/εργάστηκαν ~ ~ (πβ. ομού)., βρίσκω κοινό έδαφος (με κάποιον) (μτφ.): βρίσκω σημείο σύγκλισης, συμφωνίας με κάποιον, το οποίο αποτελεί την αφετηρία για ευρύτερη συνεννόηση: Τα δύο κόμματα βρήκαν ~ ~ επικοινωνίας/συνεννόησης., διατάραξη (της) κοινής ησυχίας βλ. διατάραξη, κατά γενική/κοινή ομολογία βλ. ομολογία, κοινή γαρ η τύχη και το μέλλον αόρατο βλ. τύχη, κοινή συναινέσει βλ. συναίνεση, σε κοινή/σε δημόσια θέα βλ. θέα, ώρες κοινής ησυχίας βλ. ησυχία [< αρχ. κοινός, γαλλ. commun, αγγλ. common]

αίσθημα

αίσθημα [αἴσθημα] αί-σθη-μα ουσ. (ουδ.) {αισθήμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. συναίσθημα: αγνό/αληθινό/γνήσιο/διάχυτο/έντονο/ερωτικό/μητρικό/ρομαντικό/τρυφερό ~. ~ αγάπης/αλληλεγγύης/ανασφάλειας/ανησυχίας/απόρριψης/αποτυχίας/ευφορίας/θλίψης/ικανοποίησης/κενού/μίσους/πανικού/πληρότητας/φόβου/χαράς. Αδελφικά/ακραία/αμοιβαία/ανάμεικτα/ανώτερα/βίαια/γενναιόδωρα/ευγενικά/καλοπροαίρετα/κατώτερα/λεπτά/φιλικά ~ατα. Άνθρωπος με ~ατα (= ευαισθησίες). Αρμονία/εναλλαγή ~άτων. Συναυλία με ~ (πβ. ένταση, συγκίνηση). Απαλύνω/βιώνω/εκδηλώνω/εκτονώνω/εκφράζω/καλλιεργώ ένα ~. Εμπνέουν ~ατα εμπιστοσύνης στους συνεργάτες τους. Μας συνδέει (ένα) δυνατό ~. Δεν άλλαξαν/δεν κρύβω τα ~ατά μου για σένα. Πλήγωσε/πρόδωσε τα ~ατά της. Γενικευμένο ~ αγανάκτησης. 2. εντύπωση που δημιουργείται στη συνείδηση μέσω των αισθήσεων: ακουστικό/γευστικό/οπτικό ~ (βλ. μετ~). ~ ασφυξίας/βάρους (στο στήθος)/δίψας/δυσφορίας/ευεξίας/καύσου (= κάψιμο)/κοπώσεως/κορεσμού/ναυτίας/ξηρότητας/παλμών (: η συναίσθηση των χτύπων της καρδιάς)/πείνας/πίεσης/πόνου/φαγούρας. Βλ. προ~. 3. συνείδηση που διαμορφώνεται σχετικά με κάτι, συναίσθηση, φρόνημα: δημοκρατικό/εθνικό/θρησκευτικό/κοινωνικό/λαϊκό/συλλογικό ~. ~ δικαιοσύνης/ενοχής/της ιδιοκτησίας/του καθήκοντος/ντροπής/τιμής/χρέους. Υψηλό ~ ευθύνης. Προσβολή του δημοσίου ~ατος (= της δημοσίας αιδούς, πβ. κοινό/δημόσιο αίσθημα). Διαπνέεται από ανθρωπιστικά/αντιπολεμικά/φιλειρηνικά ~ατα (= ιδεώδη). 4. (προφ.-οικ.) έρωτας, ερωτική σχέση και συνεκδ. ερωτικός σύντροφος: επιπόλαιο/σοβαρό/φλογερό ~. Γάμος από/χωρίς ~.|| (αργκό) Να σου συστήσω το ~. Πβ. αμόρε, γκόμενος, γκόμενα, φίλος, φίλη. ● Υποκ. αισθηματάκι (το) στη σημ. 4. ● ΣΥΜΠΛ.: γλωσσικό αίσθημα: η αντίληψη μιας γλωσσικής κοινότητας για την ορθή χρήση της γλώσσας: Έχει έντονα ανεπτυγμένο το ~ ~ (= γλωσσικό αισθητήριο)., το κοινό/το δημόσιο αίσθημα: το σύνολο των αντιλήψεων και πεποιθήσεων ενός κοινωνικού συνόλου, κυρ. σχετικά με ζητήματα ηθικής φύσεως: το ~ ~ δικαιοσύνης (πβ. το αίσθημα δικαίου/το περί δικαίου αίσθημα). Προκλητική για το ~ ~ συμπεριφορά. Πβ. χρηστά ήθη., σύμπλεγμα/κόμπλεξ/αίσθημα ανωτερότητας/κατωτερότητας (/μειονεξίας) βλ. σύμπλεγμα ● ΦΡ.: παίζω με τα αισθήματα κάποιου (μτφ.): αντιμετωπίζω επιπόλαια ή εκμεταλλεύομαι τα συναισθήματά του: Δεν τον αγαπούσε πραγματικά, έπαιζε ~ ~ά του., το αίσθημα δικαίου/το περί δικαίου αίσθημα: η επικρατούσα άποψη μιας κοινωνίας σχετικά με το δίκαιο, το σωστό: κοινό αίσθημα δικαίου (ή ~ ~ της κοινής γνώμης). Ικανοποιείται ~ ~. Τα λάθη και οι παραλείψεις των Αρχών πλήττουν ~ ~ του λαού., τρέφω αισθήματα (για κάποιον): νιώθω κάτι (για κάποιον): Έτρεφε (ερωτικά/φιλικά) ~ για κείνη. ~ουν ~ θαυμασμού για τον μεγάλο ηγέτη. [< 1,3,4: γαλλ. sentiment, αγγλ. feeling, sense 2: αρχ. αἴσθημα]

γρίπη

γρίπη γρί-πη ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. εξαιρετικά μεταδοτική ιογενής λοίμωξη του αναπνευστικού, η οποία εμφανίζεται κυρ. κατά τους χειμερινούς μήνες και εκδηλώνεται με πυρετό, πονοκέφαλο, βήχα, ρινική καταρροή, μυϊκό πόνο, κόπωση, ατονία και ενίοτε γαστρεντερικά συμπτώματα: εποχική/φονική ~. (ΙΣΤ.) Ασιατική (1957-58)/ισπανική (1918-19) ~ (: πανδημία ~ης). Κυκλοφορεί/σέρνεται ~. Άρπαξε/έχει/κόλλησε ~. Προσβλήθηκε από ~. Δεν είναι κάτι σοβαρό, μια απλή ~. Βλ. ίωση, κρυολόγημα, συνάχι. ● Υποκ.: γριπούλα (η): ελαφράς μορφής γρίπη. ● ΣΥΜΠΛ.: γρίπη των πτηνών/των πουλερικών βλ. πτηνό, γρίπη των χοίρων βλ. χοίρος [< γαλλ. grippe]

γυναίκα

γυναίκα γυ-ναί-κα ουσ. (θηλ.) {γυναικ-ών} 1. θηλυκό ενήλικο άτομο (σε αντιδιαστολή με τον άνδρα, το παιδί ή την έφηβη): ακαταμάχητη/ανεξάρτητη/απελευθερωμένη/γοητευτική/δυναμική/ελκυστική/εντυπωσιακή/εργαζόμενη/ευαίσθητη/ηλικιωμένη (πβ. γριά)/καλοντυμένη/κομψή/μυστηριώδης/νεαρή/ομοφυλόφιλη (βλ. λεσβία)/προκλητική/ψυχρή/ωραία (πβ. θεά, κούκλα)/ώριμη ~. Ανύπαντρη/διαζευγμένη (βλ. ζωντοχήρα)/παντρεμένη ~. Φύλο: ~ (πβ. θήλυ). Δικαιώματα/χειραφέτηση (βλ. φεμινισμός)/ψυχολογία (της) ~ας. Η αναπαραγωγική ζωή (βλ. εμμηνόρροια, εγκυμοσύνη, μητρότητα)/το γεννητικό σύστημα (βλ. γυναικολογία) της ~ας. Η σύγχρονη ~. Η ~ (ως) αντικείμενο/σκεύος ηδονής. Η θέση της ~ας στην κοινωνία. Κακοποιημένες ~ες. Ανεργία/απασχόληση (βλ. ισότητα)/υποτίμηση (βλ. μισογυνισμός, φαλλοκρατία) των ~ών. Η παγκόσμια ημέρα της ~ας (8 Μαρτίου). Έγινε κοτζάμ/ολόκληρη/σωστή ~ (: για κορίτσι ή έφηβη). Βλ. κοπέλα.|| Eύκολη ~. ~ ελευθέρων ηθών.|| (για δήλωση επαγγέλματος, όταν δεν υπάρχει ο αντίστοιχος τύπος στο θηλυκό:) ~ αστροναύτης/πιλότος. || ~ ηγέτης (σπανιότ.) ηγέτιδα. Βλ. αντρο~, ασθενές φύλο, παλιο~, ποδόγυρος. 2. (ειδικότ.) αυτή που έχει τα στοιχεία της εμφάνισης και της συμπεριφοράς, τα οποία, σύμφωνα με τα κοινωνικά πρότυπα, χαρακτηρίζουν ένα θηλυκό ενήλικο πρόσωπο: ιδανική/πραγματική/τέλεια ~. Η απόλυτη ~. Είναι πολύ ~ (: έχει έντονη θηλυκότητα). ~-ηφαίστειο (: πολύ θερμή, εκρηκτική· ΑΝΤ. παγοκολόνα). ~ με όλη τη σημασία της λέξης. Η ~ των ονείρων μου.|| ~ -αράχνη/μυστήριο/τρόπαιο. 3. (προφ.) σύζυγος ή σύντροφος: ένας άνδρας και η ~ του (βλ. ανδρόγυνο). Η δεύτερη (: από δεύτερο γάμο)/πρώην ~ του. Η ~ του αδελφού μου (βλ. νύφη)/του πατέρα μου (βλ. μητριά). Ήρθε με τη ~ του. Από 'δω η ~ μου (= να σας συστήσω τη ~ μου). Αποφάσισε να την κάνει ~ του/να την πάρει (για) ~ του (: να την παντρευτεί). Του την έδωσαν για ~. Βρήκε τη/είναι η ~ της ζωής του. Πβ. το έτερον ήμισυ, κυρία, συμβία. Βλ. γκόμενα, ερωμένη, φιλενάδα. 4. (προφ.) αυτή που αναλαμβάνει επί πληρωμή οικιακές εργασίες, τη φύλαξη παιδιών ή τη φροντίδα ηλικιωμένων: Βάζω/έχω ~. Παίρνει/πληρώνει ~ δύο φορές την εβδομάδα, για να της καθαρίσει το σπίτι/να της κρατήσει το παιδί. Πβ. καθαρίστρια, μπέιμπι σίτερ, οικιακή βοηθός. Βλ. οικονόμος.Γυναίκες (οι): ΑΘΛ. η ανώτερη ηλικιακή κατηγορία κατάταξης αθλητριών: Εθνική ~ών. ● Υποκ.: γυναικάκι (το) 1. & (σπάν.) γυναικάριο (μειωτ., συνήθ. από άντρα) για χαμηλού επιπέδου γυναίκα, χωρίς ενδιαφέρον. 2. (λαϊκό) όμορφη και συνήθ. μικροκαμωμένη κοπέλα ή σύντροφος: ωραία ~ια.|| (οικ.) Πάρε το ~ σου και έλα., γυναικούλα (η) 1. (μειωτ.) γυναίκα μικροπρεπής ή και χωρίς προσωπικότητα: Είναι πολύ ~. Βλ. κατίνα, κουτσομπόλα. 2. (χαϊδευτ.) σύζυγος ή σύντροφος: αγαπημένη/καλή μου ~. ● Μεγεθ.: γυναικάρα (η) & (σπάν.) γυναίκαρος (ο) (προφ.): εντυπωσιακά ωραία και συνήθ. ψηλή γυναίκα: ~ με τα όλα της. ● ΣΥΜΠΛ.: κοινή γυναίκα & δημόσια γυναίκα: πόρνη., μοιραία γυναίκα: που είναι πολύ γοητευτική και συχνά αποβαίνει επικίνδυνη, καταστροφική. Πβ. βαμπ. ΣΥΝ. φαμ φατάλ [< γαλλ. femme fatale, 1912] , η αιώνια γυναίκα/το αιώνιο θηλυκό βλ. αιώνιος ● ΦΡ.: η/μια άλλη γυναίκα: (συνήθ. για εξωσυζυγική σχέση) ερωμένη: Γνώρισε μια ~ ~. [< αγγλ. (the) other woman] , ολοκληρώνομαι ως γυναίκα: γίνομαι μητέρα ή γενικότ. έχω ικανοποιήσει τις ανάγκες ή τις επιθυμίες μου ως γυναίκα., σαν γυναικούλα (μτφ.-ειρων.): για άνδρα άτολμο, φοβητσιάρη και μικροπρεπή: Γκρινιάζει/κλαίει/φέρεται ~ ~. Μην κάνεις σαν ~!, (γυναίκα) του δρόμου βλ. δρόμος, η γυναίκα του Καίσαρα δεν αρκεί να είναι τίμια, πρέπει και να φαίνεται (τίμια) βλ. καίσαρας [< αρχ. γυνή, μεσν. γυναίκα, γαλλ. femme]

διαιρέτης

διαιρέτης δι-αι-ρέ-της ουσ. (αρσ.) {διαιρετών}: ΜΑΘ. αριθμός που διαιρεί τον διαιρετέο στην πράξη της διαίρεσης: Το 4 είναι ~ του 8.|| (ΗΛΕΚΤΡΟΝ.) ~ τάσης (: διάταξη δύο ή περισσότερων αντιστάσεων σε σειρά). ● ΣΥΜΠΛ.: μέγιστος κοινός διαιρέτης (ακρ. ΜΚΔ): ο μεγαλύτερος από τους διαιρέτες που είναι κοινοί για δύο ή περισσότερους αριθμούς: ~ ~ ακέραιων και πολυωνύμων. Ελάχιστο Κοινό Πολλαπλάσιο και ~ ~. [< μτγν. διαιρέτης ‘διανεμητής’, γαλλ. diviseur]

διατάραξη

διατάραξη δι-α-τά-ρα-ξη ουσ. (θηλ.): ανατροπή της ομαλότητας, αναστάτωση: ~ της (οικολογικής) ισορροπίας/της (φυσιολογικής) λειτουργίας (του οργανισμού). Πβ. ανατάραξη, αποσταθεροποίηση, διαταραχή, κλονισμός.|| (ΝΟΜ.) ~ της ασφάλειας/της δημόσιας τάξης (πβ. διασάλευση)/της ειρήνης/της συνείδησης (: μέθη, υπνοβασία).|| (ΜΕΤΕΩΡ.) Ατμοσφαιρικές ~άξεις (: αντικυκλώνες, μέτωπα, υφέσεις).|| (ΑΣΤΡΟΝ. μεταβολή της κίνησης ουράνιου σώματος γύρω από άλλο, λόγω έλξης από τρίτο σώμα). ● ΦΡ.: διατάραξη (της) κοινής ησυχίας: ΝΟΜ. πρόκληση υπερβολικού θορύβου που διαταράσσει την ηρεμία ή τη νυχτερινή κυρ. ανάπαυση των κατοίκων μιας περιοχής: μήνυση για ~ ~. Πβ. διασάλευση της (δημόσιας/έννομης) τάξης. [< γαλλ. perturbation]

δράση

δράση δρά-ση ουσ. (θηλ.) 1. σύνολο ενεργειών με συγκεκριμένο σκοπό: ανθρωπιστική/αντιστασιακή/διεθνής/εγκληματική/εθελοντική/επαναστατική/επιχειρηματική/ερευνητική/κοινοβουλευτική/κοινωνική/οικολογική/περιβαλλοντική/πολιτική/τρομοκρατική ~. Ενιαία ~ της οργάνωσης/παράταξης. ~ αγάπης/αλληλεγγύης/ευαισθητοποίησης/πληροφόρησης/προώθησης ενός έργου. Πολιτιστικός σύλλογος με πλούσια ~ (= δραστηριότητα). Παράλληλη ~ των δύο οργανώσεων. Ανέπτυξαν ~. Εντείνουμε/συντονίζουμε τη ~ μας. Βλ. αλληλόδραση.|| (ειδικότ. για προγραμματισμένες ενέργειες με ορισμένα χρονικά όρια και στόχους, κυρ. στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης) Καινοτόμες/κυβερνητικές/πιλοτικές/στοχευμένες ~εις. ~εις αντιμετώπισης της ανεργίας. Προϋπολογισμός/υλοποίηση ~εων. 2. η δυνατότητα του ανθρώπου να ενεργεί (σε αντιδιαστολή με τη σκέψη και τα λόγια)· δραστηριότητα: ελευθερία ~ης. Άξονας/τομείς ~ης. Έμεινε εκτός (ενεργού) ~ης. Άνθρωπος της ~ης (= δραστήριος). ΑΝΤ. απραξία.|| (για φυσικό φαινόμενο) ~ του ηφαιστείου.|| (ΦΥΣ.) Η αρχή της ελάχιστης ~ης. 3. διαδοχή των γεγονότων και διαπλοκή των στοιχείων σε ένα θεατρικό, κινηματογραφικό, λογοτεχνικό έργο, ώστε να προκαλούν ζωηρό ενδιαφέρον και αγωνία: έντονη/εξωτερική/εσωτερική/σκηνική ~ (πβ. πλοκή). Ταινία ~ης (: με γρήγορες σκηνές περιπέτειας και αναπάντεχων εξελίξεων). 4. επενέργεια, επίδραση: αντικαρκινική/αντιοξειδωτική/βιολογική/τοξική/φαρμακευτική ~. ~ της ασπιρίνης/της βιταμίνης. ~ υπεριώδους ακτινοβολίας στον ανθρώπινο οργανισμό. ● ΣΥΜΠΛ.: κοινή δράση: συλλογική ενέργεια: πρωτοβουλίες ~ής ~ης για την Παιδεία. Συνεργασία/συντονισμός και ~ ~. Κάλεσμα σε ~ ~., πρόγραμμα/σχέδιο δράσης: σύνολο συντονισμένων ενεργειών με συγκεκριμένους στόχους και άξονες: εθνικό/ευρωπαϊκό/κοινοτικό/παγκόσμιο/περιφερειακό/τοπικό ~ ~. ~ ~ της επιχείρησης/του κλάδου/της κυβέρνησης. ~ ~ για το περιβάλλον/στον τομέα της εκπαίδευσης. [< αγγλ. program of action/action plan] , άμεση δράση βλ. άμεσος, ανάληψη δράσης/δράσεων βλ. ανάληψη, έρευνα δράσης βλ. έρευνα, θετική δράση βλ. θετικός, ομάδα δράσης βλ. ομάδα, πεδίο δράσης βλ. πεδίο, φιγούρα δράσης βλ. φιγούρα ● ΦΡ.: δράση-αντίδραση: ΦΥΣ. νόμος σύμφωνα με τον οποίο η δύναμη που ασκείται σε ένα σώμα προκαλεί την άσκηση ίσης, αλλά αντίθετης προς αυτήν, δύναμης., εν δράσει (λόγ.) & σε δράση: τη στιγμή που δρα: πολίτες ~ ~. Βρίσκεται/είναι ~ ~ (= δρα, ενεργεί).|| Η Αστυνομία σε πλήρη δράση. [< γαλλ. en action] [< μτγν. δρᾶσις ‘δύναμη, ενέργεια, δραστηριότητα’, γαλλ.-αγγλ. action]

ελάχιστος

ελάχιστος, η, ο [ἐλάχιστος] ε-λά-χι-στος επίθ. {(λόγ. ουδ.) -ον, -ου (λόγ.) -ίστου (θηλ. -ίστης) | -ων (λόγ.) -ίστων}: που είναι στο έπακρο λίγος ή μικρός: ~ος: μισθός/φόρος τιμής/φωτισμός (πβ. αμυδρός)/χρόνος/χώρος. ~η: αμοιβή/αξία/απόσταση/διάρκεια/(δυνατή) επιβάρυνση/θερμοκρασία/καταβολή/κατανάλωση/χρέωση. ~ο: βάρος/μέγεθος/όριο/πλήθος/ποσό/ύψος. ~ες: πιθανότητες. ~ο δείγμα ευγνωμοσύνης για ... ~ο εγγυημένο εισόδημα. Προηγείται με ~η διαφορά από τον δεύτερο. Σε ~ες περιπτώσεις. Σε ~α σημεία υπερέχει. Έχουν μείνει ~α εισιτήρια (: πολύ λίγα). Έχουν ~α κοινά μεταξύ τους. Δεν υπάρχει η ~η (= παραμικρή) αμφιβολία πως ... Προσδιορισμός ~ίστου κόστους. Καθορισμός των ~ίστων προδιαγραφών σχετικά με ... Βλ. απειρο~.|| (ως ουσ.) ~οι υπέβαλαν υποψηφιότητα. Τα ~α που πρέπει να θυμάστε. Πβ. μηδαμινός, ολίγιστος. ΑΝΤ. μέγιστος (2) ● επίρρ.: ελάχιστα & (σπάν.-λόγ.) -ίστως ● ΣΥΜΠΛ.: ελάχιστο κοινό πολλαπλάσιο (ακρ. ΕΚΠ): ΜΑΘ. το μικρότερο από τα κοινά πολλαπλάσια δύο ή περισσότερων φυσικών αριθμών, διαφορετικών από το μηδέν: Το ~ ~ του 2, του 4, του 6 και του 12 είναι το 12. ● ΦΡ.: εγώ ο ελάχιστος: (κυρ. σε λόγο ιερωμένου, ως ένδειξη ταπεινοφροσύνης) ασήμαντος, ανάξιος λόγου: Πώς, ~ ~, θα αναλάβω ένα τέτοιο έργο; Πβ. ταπεινός. [< αρχ. ἐλάχιστος, γαλλ. minime]

εποχή

εποχή [ἐποχή] ε-πο-χή ουσ. (θηλ.) 1. καθένα από τα τέσσερα μέρη στα οποία υποδιαιρείται το ηλιακό έτος και γενικότ. κάθε χρονική φάση που χαρακτηρίζεται από συγκεκριμένες καιρικές συνθήκες: Oι τέσσερις ~ές του έτους (: άνοιξη, καλοκαίρι, φθινόπωρο, χειμώνας). Διαδοχή/εναλλαγή/κύκλος/περιοδικότητα/σειρά των ~ών. Οι μήνες κάθε ~ής. Υψηλές για την ~ θερμοκρασίες. Τόπος διακοπών για όλες τις ~ές.|| Η ~ των βροχών/των μουσώνων/της ξηρασίας/ωρίμασης (των φρούτων, των λαχανικών). 2. κάθε ιστορική περίοδος που χαρακτηρίζεται από σημαντικά συνήθ. γεγονότα ή και πρόσωπα: προϊστορική/μινωική/κλασική/ελληνιστική (/αλεξανδρινή)/ρωμαϊκή/βυζαντινή/νεότερη ~. Ακμή/αρχή/μνημεία/παρακμή/πνεύμα/πολιτισμός/τέχνη/χαρακτηριστικά (μιας) ~ής. H ~ της Aναγέννησης/της δουλείας/του εμφυλίου/της (βιομηχανικής/γαλλικής/ελληνικής) επανάστασης/της κατοχής/του μεσοπολέμου/του μπαρόκ/της τουρκοκρατίας/του Ψυχρού Πολέμου. Σηματοδοτεί μια (νέα) ~. Πυρηνική/σύγχρονη/ψηφιακή ~. Zούμε στην ~ της παγκοσμιοποίησης/της πληροφορικής/της τεχνολογίας. Έργο που αντικατοπτρίζει την ~ του. 3. περίοδος του έτους κατά την οποία συμβαίνει, αναπτύσσεται συγκεκριμένη δραστηριότητα: Η ~ των διακοπών/του θερισμού/του κυνηγιού/της σποράς/του τρύγου. ~ για θερινά/χειμερινά σπορ. Πβ. σεζόν. 4. συγκεκριμένο χρονικό διάστημα στη ζωή (κάποιου): κρίσιμη/μεταβατική/σημερινή ~. Η ~ της αθωότητας/της ενηλικίωσης/των μαθητικών(/παιδικών/σχολικών/φοιτητικών) χρόνων. Αλλοτινές/αξέχαστες/παλιές καλές/περασμένες ~ές. Άλλες/ωραίες ~ές τότε! Στην ~ μας (= στις μέρες μας, σήμερα). Κακή/καλή ~ για ... Εκείνη την/(Για) Μια/Πέρυσι (σαν) τέτοια ~ ήμουν στο ... (πβ. καιρός). Την ~ που ζούσε ο ..., δεν είχα γεννηθεί ακόμη. 5. ΓΕΩΛ. υποδιαίρεση του γεωλογικού χρόνου: η ~ των δεινοσαύρων/του Πλειστοκαίνου. Βλ. αιώνας. ● ΣΥΜΠΛ.: κοινή (/χριστιανική/παρούσα) εποχή: η μετά Χριστόν: το σύστημα της ~ής ~ής. || (συντομ.) Τον 5ο αι. Π.Κ.Ε. (: προ κοινής εποχής· για γεγονότα που συνέβησαν πριν από τη γέννηση του Χριστού· π.Χ.). Το 328 Κ.Ε. (της κοινής εποχής· για γεγονότα που συνέβησαν μετά τη γέννηση του Χριστού· μ.Χ.), νέα εποχή: πολιτιστικό κίνημα χρονολογούμενο από τη δεκαετία του 1980 που υπογραμμίζει την πνευματική συνείδηση, και συχνά περιλαμβάνει την πίστη στη μετενσάρκωση και την αστρολογία καθώς και τις πρακτικές του διαλογισμού, της χορτοφαγίας και της ολιστικής ιατρικής. Βλ. νιου έιτζ., χρυσή εποχή: χρονικό διάστημα που χαρακτηρίζεται από ευημερία, (πολιτιστική) άνθιση και ακμή, επιτυχίες, διακρίσεις, ευτυχία: η ~ ~ των ανακαλύψεων/των τηλεπικοινωνιών. (ΙΣΤ.) ~ ~ του Περικλή (πβ. χρυσός αιώνας)., αρχαϊκή εποχή/περίοδος βλ. αρχαϊκός, γεωμετρική εποχή/περίοδος βλ. γεωμετρικός, Εποχή του Λίθου/Λίθινη Εποχή βλ. λίθος, Εποχή του Μετάλλου βλ. μέταλλο, Εποχή του Ορείχαλκου/Ορειχάλκινη Εποχή βλ. ορείχαλκος, Εποχή του Σιδήρου βλ. σίδηρος, Εποχή του Χαλκού βλ. χαλκός, ηρωική εποχή/ηρωικά χρόνια βλ. ηρωικός, μεσοελλαδική εποχή/περίοδος βλ. μεσοελλαδικός, μεσοκυκλαδική εποχή/περίοδος βλ. μεσοκυκλαδικός, μεσολιθική περίοδος/εποχή βλ. μεσολιθικός, μετανακτορική περίοδος/εποχή βλ. μετανακτορικός, νεολιθική εποχή/περίοδος βλ. νεολιθικός, παλαιολιθική εποχή/περίοδος βλ. παλαιολιθικός, περίοδος/εποχές των παγετώνων βλ. παγετώνας, πρωτοβυζαντινή/παλαιοχριστιανική εποχή/περίοδος βλ. πρωτοβυζαντινός, πρωτοελλαδική εποχή/περίοδος βλ. πρωτοελλαδικός, πρωτοκυκλαδική εποχή/περίοδος βλ. πρωτοκυκλαδικός, υστεροβυζαντινή περίοδος/εποχή βλ. υστεροβυζαντινός, υστεροελλαδική εποχή/περιόδος βλ. υστεροελλαδικός, υστεροκυκλαδική εποχή/περίοδος βλ. υστεροκυκλαδικός, χαλκολιθική εποχή/περίοδος βλ. χαλκολιθικός ● ΦΡ.: (της) εποχής: που αναφέρεται στην τρέχουσα ή σε παλαιότερη χρονική περίοδο ή (για γεωργικό προϊόν) που παράγεται, που ευδοκιμεί κατά τη συγκεκριμένη εποχή: αντιλήψεις/απόψεις/ρούχα (= της μόδας, μοντέρνα) ~.|| Δράμα/έπιπλα/έργο/κουστούμια/ταινία/περιπέτεια ~.|| Λαχανικά/πιάτο/σαλάτα ~. ΑΝΤ. εκτός εποχής, άφησε/θα αφήσει εποχή & όνομα: για πρόσωπο ή πράγμα που μένει στη μνήμη χάρη στη σπουδαιότητα ή την επιτυχία του: Αθλητής/έργο/καλλιτέχνης/πολιτικός/ταινία που ~ ~. ΣΥΝ. γράφει/έγραψε/θα γράψει ιστορία [< γαλλ. faire époque] , εκτός εποχής: για κάτι που δεν ταιριάζει ή δεν αντιστοιχεί σε μια ορισμένη περίοδο: λουλούδια/φρούτα ~ ~. ~ ~ καλλιέργεια/κηπευτικά.|| (μειωτ.) Πνεύμα ~ ~ (= απαρχαιωμένο).|| Ντύσιμο ~ ~ (= παλιομοδίτικο, ντεμοντέ). ΑΝΤ. (της) εποχής [< αγγλ. out of season] , λάθος εποχή: για κάτι που συμβαίνει σε ακατάλληλη χρονική περίοδο: Νιώθω πως ζω σε ~ ~. Η πρόταση μού έγινε σε ~ ~., όλων των εποχών (εμφατ.): για πρόσωπο ή πράγμα που παραμένει διαχρονικά αξεπέραστο: οι μεγαλύτεροι ευεργέτες ~ ~. Είναι η καλύτερη ομάδα/ταινία ~ ~. Πβ. μακράν., στην εποχή μου/της εποχής μου: κατά την χρονική περίοδο μέχρι τα γηρατειά, ιδίως την εποχή της νεότητας (κάποιου): Αυτό το τραγούδι ήταν επιτυχία της εποχής μου. Στην εποχή μου ήταν πολύ αυστηροί οι γονείς., ζει σε άλλη εποχή βλ. ζω1, περίοδος/εποχή (των) ισχνών/παχιών αγελάδων βλ. αγελάδα, σε παλαιότερες εποχές βλ. παλαιός, τέλος εποχής βλ. τέλος [< μτγν. ἐποχή ‘στάση, σταμάτημα, διακοπή’, γαλλ. époque, saison]

ησυχία

ησυχία [ἡσυχία] η-συ-χί-α ουσ. (θηλ.): απουσία θορύβου, έντασης, ταραχής ή/και κίνησης: μες στην ~ του δάσους/της νύχτας. Βασιλεύει/έγινε/επικρατεί (άκρα/απόλυτη/νεκρική) ~ (πβ. σιγή). Τάραξαν/χάλασαν την ~ του. Πότε θα βρω την ~ μου, επιτέλους; Δεν έχει ~ (= δεν κάθεται ήσυχος). -Συνέβη κάτι όσο έλειπα; -Μπα, ~ (: τίποτα σημαντικό)! Πβ. αταραξία, γαλήνη, ηρεμία.|| (ως προτροπή ή προσταγή:) ~ (= σουτ, τσιμουδιά)! Κάνε ~ (= μη μιλάς, μην κάνεις φασαρία)!|| (επίσ.) Τήρηση ~ας (= σιωπής).|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Νήψη, ~ και προσευχή. Βλ. αν~. ● ΣΥΜΠΛ.: σεισμική ησυχία: ΓΕΩΦ. σημαντική ελάττωση της σεισμικής δραστηριότητας για μεγάλο χρονικό διάστημα, μήνες ή χρόνια, πριν από έναν ισχυρό σεισμό. Βλ. σεισμικότητα. [< αγγλ. seismic quietness] ● ΦΡ.: ησυχία, τάξη και ασφάλεια (ειρων.): για κατάσταση πλήρους ηρεμίας, αταραξίας ή/και αδράνειας., με την ησυχία του (προφ.): χωρίς βιασύνη, πίεση ή εξωτερική ενόχληση: Ήρθε ~ ~ (= με το πάσο του). Μη βιάζεσαι, ~ ~ σου!|| Θα διαβάσω ~ ~ μου το βράδυ, όταν θα κοιμούνται όλοι., ώρες κοινής ησυχίας (επίσ.): κατά τις οποίες απαγορεύεται η πρόκληση θορύβου που διαταράσσει την ανάπαυση των κατοίκων μιας περιοχής, για τη χειμερινή περίοδο περ. 15:30-17:30 και 22:00-07:30, και για τη θερινή 15.00-17.30 και 23.00-07.00: Σέβομαι/τηρώ τις ~ ~. Βλ. ηχορύπανση., αφήνω/παρατάω κάποιον ήσυχο/στην ησυχία του βλ. ήσυχος, διατάραξη (της) κοινής ησυχίας βλ. διατάραξη [< αρχ. ἡσυχία]

θεά

θεά θε-ά ουσ. (θηλ.) 1. γυναικεία θεότητα: ελληνική/ινδική/ρωμαϊκή ~. 2. (μτφ.-προφ.) εξαιρετικά όμορφη και εντυπωσιακή γυναίκα. Πβ. καλλονή, κόμματος, κούκλα. ● Μεγεθ.: θεάρα (η): στη σημ. 2. ● ΣΥΜΠΛ.: στρογγυλή θεά: η μπάλα του ποδοσφαίρου και κυρ. συνεκδ. το ποδόσφαιρο: Έρωτας/πάθος για τη ~ ~. ● βλ. θεός [< αρχ. θεά]

θνητός

θνητός, ή, ό θνη-τός επίθ.: που πρόκειται κάποτε να πεθάνει: ~ός: άνθρωπος/κόσμος. ~ή: φύση. ~ό: γένος/ον/σώμα. Πβ. φθαρτός. Βλ. εφήμερος, πρόσκαιρος. ΑΝΤ. αθάνατος (1) ● Ουσ.: θνητός, θνητή (ο/η): ο άνθρωπος, σε αντιδιαστολή προς τον Θεό, τους θεούς ή τους αθανάτους. ● ΣΥΜΠΛ.: ευτυχής θνητός (επιτατ.): ιδιαίτερα τυχερός: Ποιος ~ ~ είναι ο κάτοχος του τυχερού λαχνού;, κοινός θνητός (συχνά ειρων.): πρόσωπο που δεν ανήκει σε υψηλή κοινωνική και οικονομική τάξη. [< αρχ. θνητός]

λογική

λογική λο-γι-κή ουσ. (θηλ.) 1. ικανότητα αποτελεσματικής επιτέλεσης νοητικών λειτουργιών, όπως αντίληψη, ανάλυση, σκέψη, κρίση, συλλογισμός, σύμφωνα με αρχές, κανόνες, έγκυρα ή πραγματικά στοιχεία, με σκοπό τη σωστή απόκριση, δράση ή λήψη αποφάσεων: απόλυτη/επιστημονική ~. Συναίσθημα ή ~; Οι κανόνες της ~ής. Έλλειψη ~ής (πβ. παραλογισμός, παράλογο). Παιχνίδια/προβλήματα ~ής (βλ. γρίφος, σπαζοκεφαλιά, τεστ νοημοσύνης). Έρωτας χωρίς ~. Τρόπος πειθούς με επίκληση στη ~ (βλ. επιχείρημα, τεκμήριο). Απλή ~ θέλει/χρειάζεται. Ελπίζουμε να επικρατήσει/κυριαρχήσει/πρυτανεύσει/υπερισχύσει η ~ (πβ. σύνεση, σωφροσύνη, φρόνηση). Η κατάσταση ξέφυγε απ' τα όρια της ~ής (πβ. εκτός ελέγχου). Απόφαση που στερείται ~ής (= είναι παράλογη). Εξετάζει τα πάντα κάτω από το πρίσμα της ~ής. Ψήφισα με βάση τη ~. Αντίθετα με/προς τη ~ή. Λύση που αντίκειται/αντιτίθεται στη ~/συγκρούεται με τη ~. Δεν είχε τη στοιχειώδη ~ να καταλάβει ... Μην ψάχνεις για ~ στην υπόθεση αυτή. Έχει χάσει κάθε ίχνος ~ής. Δεν έχει ~ το σχέδιό τους. Δεν υπάρχει καμία ~ στο σχόλιό του. Θεωρία που δεν άντεξε στη βάσανο της ~ής. (μτφ.) Είναι η φωνή της ~ής στην παρέα (: για πρόσ. που σκέφτεται λογικά). Πβ. λογικό, μυαλό, νους, ορθολογισμός, σοφία. Βλ. πίστη. 2. ιδιαίτερος τρόπος σκέψης, αντίληψης της ζωής και των πραγμάτων, συγκεκριμένη άποψη· πνεύμα, φιλοσοφία, σκοπιμότητα: απόλυτη/άτεγκτη/αυστηρή/διεστραμμένη/ισοπεδωτική/καθεστηκυία/παιδική/παραδοσιακή/στείρα/στενή/σύγχρονη ~. Διαμετρικά/φαινομενικά αντίθετες ~ές. ~ της πλάκας. Υιοθέτηση μιας ~ής. Έχει διαφορετική/τη δική του ~ (βλ. υποκειμενικότητα). Απορώ με ποια ~ έκανε ό,τι έκανε (πβ. αιτιολογία, λόγος, σκεπτικό). Πβ. νοοτροπία.|| Η ~ του καπιταλισμού/κέρδους/παραλόγου/πολέμου. Δεν συμφωνώ με τη ~ του τύπου "...". Δεν καταλαβαίνω τη ~ σου. Η ίδια/παρόμοια ~ διέπει το σύνολο του νέου ασφαλιστικού νομοσχεδίου. Το πρόγραμμα φαίνεται δύσκολο μέχρι να μπεις στη ~ή του (: στον τρόπο λειτουργίας του). 3. ΦΙΛΟΣ.-ΜΑΘ. (με κεφαλ. Λ) κλάδος που μελετά τη μεθοδική σκέψη και ειδικότ. τον παραγωγικό συλλογισμό καθώς και την απόδειξη· συνεκδ. το αντίστοιχο μάθημα ή εγχειρίδιο: απαγωγική/διαλεκτική/επαγωγική/παραγωγική ~. ~ των πιθανοτήτων. ● ΣΥΜΠΛ.: κατηγορηματική λογική/κατηγορηματικός λογισμός & κατηγορική λογική/κατηγορικός λογισμός: ΠΛΗΡΟΦ. -ΜΑΘ. κλάδος της συμβολικής λογικής που χρησιμοποιεί ξεχωριστά σύμβολα για τα κατηγορήματα, τα υποκείμενα, τους ποσοδείκτες και τους λογικούς τελεστές: ~ ~ πρώτης τάξεως. Βλ. λογικός προγραμματισμός, νευρωνικό δίκτυο, τεχνητή νοημοσύνη. [< αγγλ. predicate logic, calculus, 1950] , κοινή λογική & κοινός νους: τρόπος σκέψης και αντίληψης των πραγμάτων που χαρακτηρίζει τους περισσότερους ανθρώπους, ο οποίος συνήθ. δεν βασίζεται σε εξειδικευμένες γνώσεις, αλλά στην πρακτική εμπειρία που έχει αποκτηθεί από την καθημερινή ζωή: σύμφωνα με την ~ ~ ... Η ~ ~ λέει/υπαγορεύει ... Προσέγγιση που βασίζεται/στηρίζεται στην ~ ~. Ανακοίνωση που προσβάλλει την ~ ~. [< αγγλ. common sense] , μαθηματική λογική: ΦΙΛΟΣ.-ΜΑΘ. κλάδος της τυπικής λογικής που μελετά τις σχέσεις μεταξύ προτάσεων, χρησιμοποιώντας μαθηματικές μεθόδους και ένα σύστημα συμβόλων και κανόνων εξαγωγής συμπερασμάτων: ~ ~ για υπολογιστές. Διακριτά Μαθηματικά και ~ ~., προτασιακή λογική/προτασιακός λογισμός: ΠΛΗΡΟΦ. -ΜΑΘ. κλάδος της συμβολικής λογικής που χρησιμοποιεί σύμβολα για τις λογικές προτάσεις, οι οποίες δεν αναλύονται περαιτέρω, και πέντε λογικούς τελεστές. [< αγγλ. propositional logic, calculus, 1903] , συμβολική λογική: ΦΙΛΟΣ.-ΜΑΘ. που αναπτύσσει και αναπαριστά λογικές αρχές, χρησιμοποιώντας ένα τυποποιημένο σύστημα συμβόλων, αξιωμάτων και κανόνων εξαγωγής συμπερασμάτων., τετράγωνη λογική: σκέψη που χαρακτηρίζεται από αυστηρό ορθολογισμό, μαθηματική ακρίβεια και συνέπεια βασισμένη σε αντικειμενικά στοιχεία: Έχει ~ ~. Βλ. τετράγωνο μυαλό., τυπική λογική: ΦΙΛΟΣ.-ΜΑΘ. σύστημα μελέτης επαγωγικών συλλογισμών που δίνει έμφαση στην ανάλυση της μορφής και όχι στο περιεχόμενο των εξεταζόμενων προτάσεων. Βλ. μεταλογική. [< αγγλ. formal logic, γαλλ. logique formelle] , ψυχρή λογική: σκέψη ανεπηρέαστη από συναισθηματισμούς ή άλλους υποκειμενικούς παράγοντες, η οποία βασίζεται μόνο στην εξέταση αντικειμενικών στοιχείων: Λειτουργεί περισσότερο με την καρδιά παρά με την ~ ~.|| Η ~ ~ των αριθμών (πβ. ακρίβεια)., ασαφής λογική βλ. ασαφής, η αρχή/η λογική της ήσσονος προσπάθειας βλ. ήσσων & ήττων ● ΦΡ.: με την ίδια/με αυτή τη λογική: με βάση ορισμένη θέση, άποψη ή ιδεολογία: ~ ~ θα μπορούσες να ... Με την ίδια ~ φιλοδοξούμε στο μέλλον ... Σύμφωνα με αυτή τη ~ ..., πέρα/έξω από κάθε λογική & (λόγ.) πέραν πάσης λογικής: για κάτι εντελώς παράλογο: τυφλή βία, ~ ~. Πράγματα τρελά, ανεξήγητα, ~ ~. [< αρχ. λογική, γαλλ. logique, αγγλ. logic]

μετοχή

μετοχή με-το-χή ουσ. (θηλ.) 1. ΟΙΚΟΝ. αντιπροσωπευτικός τίτλος μετοχικού κεφαλαίου ανώνυμης εταιρείας που παρέχει στον κάτοχό της δικαίωμα συμμετοχής στα κέρδη της επιχείρησης και στη διοίκησή της: ανοδική/καθοδική ~ (: της οποίας η αξία έχει ανοδική ή καθοδική τάση αντίστοιχα). Αναβάθμιση/ανάκαμψη/(λογιστική/ονομαστική/πραγματική/χρηματιστηριακή) αξία/δείκτης/διαπραγμάτευση/(ημερήσιο) κλείσιμο/κυριότητα/μεταβίβαση/πορεία/σύμβολο/τιμή/τύπος ~ής. ~ές επικαρπίας. Εκποίηση/ενίσχυση/πακέτο/στοιχεία ~ών. Άνοδο/(αρνητική/θετική) απόδοση/αύξηση/μείωση/πτώση παρουσίασε/σημείωσε η ~ ... Στα ύψη (έφτασε) η ~ ... Προσωρινή αναστολή των ~ών μιας εταιρείας. Μέρισμα ... ευρώ ανά ~. Μετατροπή ομολογιών σε ~ές. Αγοράζω/πουλώ ~ές. Εισαγωγές νέων ~ών στο χρηματιστήριο.|| ~ές αργύρου/χρυσού. Πβ. χαρτί, χρηματιστηριακός τίτλος. Βλ. αξιόγραφο. 2. ΓΡΑΜΜ. μέρος του λόγου που έχει συγχρόνως ιδιότητες ονόματος και ρήματος: ενεργητική/παθητική ~. Αναφορική/τροπική/υποθετική/χρονική ~. ~ ενεστώτα/μεσοπαθητικού παρακειμένου. Κλίση/συντακτικός ρόλος/σχηματισμός ~ής. Βλ. γερούνδιο. ● ΣΥΜΠΛ.: ανώνυμη μετοχή: ΟΙΚΟΝ. της οποίας κύριος θεωρείται ο εκάστοτε κομιστής., διασπορά μετοχών: ΟΙΚΟΝ. κατάσταση κατά την οποία τα μετοχικά κεφάλαια μιας ανώνυμης εταιρείας είναι διαμοιρασμένα σε πολλούς μετόχους., κοινή μετοχή: ΟΙΚΟΝ. απλή μετοχή που περιλαμβάνει όλα τα βασικά δικαιώματα ενός μετόχου, αλλά δεν παραχωρεί κανένα προνόμιο, σε αντιδιαστολή προς την προνομιούχο μετοχή., ονομαστική μετοχή: ΟΙΚΟΝ. που φέρει το όνομα του κατόχου της και για τη μετάβασή της απαιτείται ειδική διαδικασία., προνομιούχος μετοχή: ΟΙΚΟΝ. που προσφέρει ορισμένο πλεονέκτημα στους κατόχους της έναντι των κοινών μετοχών, όσον αφορά τη λήψη μερίσματος και του προϊόντος της εκκαθάρισης, σε περίπτωση διάλυσης της επιχείρησης., αιτιολογική μετοχή βλ. αιτιολογικός, αμυντικές μετοχές βλ. αμυντικός, απόλυτη μετοχή/απόλυτο απαρέμφατο βλ. απόλυτος ● ΦΡ.: ανεβαίνουν/πέφτουν οι μετοχές κάποιου: (μτφ.) ενισχύεται/μειώνεται η αξία, το κύρος του: Από τότε που κέρδισε στον διαγωνισμό, ανέβηκαν οι μετοχές της., μετά/άνευ ψήφου μετοχές & μετοχές με/χωρίς δικαίωμα ψήφου: ΟΙΚΟΝ. που επιτρέπουν ή δεν επιτρέπουν, αντίστοιχα, στους κατόχους να ψηφίζουν στη γενική συνέλευση των μετόχων. [< αρχ. μετοχή 'συμμετοχή' 1: αγγλ. share 2: μτγν. μετοχή]

νους

νους [νοῦς] ουσ. (αρσ.) {νου (λόγ.) νοός | (λόγ.) πληθ. νόες} ΣΥΝ. διάνοια, μυαλό 1. το σύνολο των συνειδητών και ασυνείδητων νοητικών διαδικασιών που σχετίζονται κυρ. με την αντίληψη, τη σκέψη, τη φαντασία, τη μνήμη· το πνεύμα, ο λόγος (δηλ. το λογικό): γέννημα/δημιούργημα/κατασκεύασμα/πλάσμα/προϊόν του νου (πβ. αποκύημα της φαντασίας). Οι δυνάμεις/η εγρήγορση/η καθαρότητα του νου. Έχει δημιουργικό/εύστροφο/οξύ/πρακτικό νου. Πράξη που ξεπερνά τον ανθρώπινο νου (: αδιανόητη, φρικτή). Αποφασίζει/κρίνει με καθαρό νου (= λογικά, ψύχραιμα). Έσβησε από τον νου του τα πάντα (= τα ξέχασε). Έχασε το(ν) νου της/σάλεψε ο ~ του (= τρελάθηκε). Πβ. νοημοσύνη, νόηση. Βλ. ψυχή.|| (ΦΙΛΟΣ.) Ο ~ του Αναξαγόρα/Ηράκλειτου. Φιλοσοφία του νου. 2. (κατ' επέκτ.) πρόσωπο έξυπνο, με ιδιαίτερα ανεπτυγμένη νοητική ικανότητα: φωτισμένος ~ (πβ. ιδιοφυΐα). Μόνο ένας δαιμόνιος/σατανικός ~ θα μπορούσε να σχεδιάσει κάτι τέτοιο! ● ΣΥΜΠΛ.: κοινός νους & (σπάν.) κοινό μυαλό: κοινή λογική., ιθύνων νους βλ. ιθύνων, τετράγωνο μυαλό βλ. μυαλό ● ΦΡ.: βάζω στο(ν)/με τον νου/μυαλό μου κάτι (προφ.): πάει το μυαλό μου σε κάτι, σκέφτομαι, υποψιάζομαι: Δεν ~εις με τον νου σου τι σε περιμένει!, βγάζω κάτι/κάποιον απ' το(ν) νου/το μυαλό/το κεφάλι/τη σκέψη (μου) (προφ.): σταματώ να το(ν) σκέφτομαι, το(ν) ξεχνώ: Μη φοβάσαι, δεν θα ξανασυμβεί, βγάλ' το ~ σου! Δεν μπορεί κανείς να μου (το) βγάλει ~ ότι ...|| Βγάλ' την, επιτέλους, ~ σου!, δεν το βάζει/δεν το χωράει/δεν μπορεί να το χωρέσει ο νους/το μυαλό κάποιου/του ανθρώπου (προφ.): δεν μπορεί να το πιστέψει, είναι αδιανόητο: ~ ~ ο νους/το μυαλό του ανθρώπου αυτό που συνέβη!, έχε τον νου σου & το(ν) νου σου (προφ.): πρόσεχε: ~ ~ μην πάθεις κανένα κακό. Τον νου σου! Θα πέσεις!, έχω στο(ν) νου μου/κατά νου (κάποιον/κάτι) (προφ.) 1. έχω κάποιον ή κάτι στο μυαλό μου, στη σκέψη μου: ~ ~ πολλά πράγματα. Έχε κατά ~ (= έχε υπόψη σου) ότι ... 2. σκοπεύω, προτίθεμαι: Έχει στο(ν) νου του/κατά νου ν' αλλάξει σπίτι. Πβ. έχω κάποιον/κάτι στο μυαλό μου., έχω το(ν) νου/το μυαλό μου σε κάποιον/κάτι (προφ.): με απασχολεί, το(ν) σκέφτομαι (επίμονα): ~ει ~ της συνέχεια στα παιδιά. Το μυαλό του το έχει στο παιχνίδι. Πού είχες ~ σου, όταν σου μιλούσα;|| Έχει αλλού το ~ του (= είναι αφηρημένος)., κοντά στο(ν) νου κι η γνώση (παροιμ.): για κάτι που (θεωρείται ότι) είναι αυτονόητο, που δεν χρειάζεται πολλή σκέψη., λέω με το νου μου (προφ.): σκέφτομαι: 'Είμαι πολύ τυχερός σήμερα!', είπε με το νου του. Πβ. λέω (από) μέσα μου., νους υγιής εν σώματι υγιεί (γνωμ.-λόγ.): δεν νοείται πνευματική υγεία χωρίς σωματική· προκειμένου να τονιστεί η σημασία της σωματικής άσκησης (άθλησης) ως απαραίτητης προϋπόθεσης για την πνευματική ευεξία. [< λατ. mens sana in corpore sano] , ό,τι βάλει ο νους (του ανθρώπου) (προφ.): ό,τι μπορεί κάποιος να φανταστεί· τα πάντα, πολλά και διάφορα (πράγματα): Στο παζάρι μπορούσες να βρεις ~ ~ σου/του ανθρώπου! Πβ. και του πουλιού το γάλα., ψήλωσε ο νους (κάποιου) (μτφ.-προφ.) 1. έχει υπερβολικές φιλοδοξίες. 2. έχασε τα λογικά του., ανοίγει/διευρύνει το μυαλό/το(ν) νου/τους πνευματικούς ορίζοντες βλ. μυαλό, βάζω κακό με το μυαλό/τον νου μου βλ. κακό, έχει άλλα πράγματα στο μυαλό/στο(ν) νου/στο κεφάλι του βλ. πράγμα, κατεβάζει το κεφάλι/η κούτρα/η γκλάβα/ο νους/το ξερό μου βλ. κατεβάζω, μου έρχεται/μου 'ρχεται/φέρνω (κάποιον ή κάτι) στο μυαλό/στο(ν) νου/στη σκέψη/στη μνήμη βλ. έρχομαι, μου περνά (από το μυαλό/τον νου) βλ. περνώ, μου πήρε το μυαλό/τα μυαλά/το(ν) νου βλ. μυαλό, μου 'χει φύγει το μυαλό/το καφάσι/το κεφάλι/ο νους/το τσερβέλο βλ. μυαλό, πηγαίνει το μυαλό/ο νους μου στο κακό βλ. κακό, σταματά ο νους του ανθρώπου βλ. σταματώ, τρέχει/ταξιδεύει/γυρίζει ο νους/το μυαλό κάποιου βλ. τρέχω, τυπώνω (καλά μέσα) στο μυαλό/στο(ν) νου μου βλ. τυπώνω [< 1: αρχ. νοῦς, γαλλ. esprit, αγγλ. mind, γερμ. Geist 2: γαλλ. esprit]

ομολογία

ομολογία [ὁμολογία] ο-μο-λο-γί-α ουσ. (θηλ.) {ομολογιών} 1. αποδοχή, επιβεβαίωση κατακριτέων συνήθ. γεγονότων, λόγων ή πράξεων· ειδικότ. παραδοχή ενοχής: αποκαλυπτική/κυνική ~. ~ αδυναμίας/αποτυχίας/ευθύνης/ήττας/χρεοκοπίας. ~-σοκ. Πβ. αναγνώριση.|| (ΝΟΜ.) Απλή/δικαστική/εξώδικη/προανακριτική/ρητή/σιωπηρή/σύνθετη ~. Ανάκληση/απόσπαση ~ας. Επέμεινε στην ~ του. Προέβη σε πλήρη ~.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) ~ των αμαρτιών (= εξομολόγηση). 2. ΟΙΚΟΝ. {συνηθέστ. στον πληθ.} ομόλογο. 3. ΒΙΟΛ. ομοιότητες στα χαρακτηριστικά (π.χ. δομής, φυσιολογίας) διαφορετικών ειδών οργανισμών εξαιτίας κοινών προγόνων. Βλ. αναλογία. 4. ΓΕΩΜ. ταξινόμηση σχημάτων σύμφωνα με τοπολογικές ιδιότητες. ● ΣΥΜΠΛ.: ομολογία πίστεως & πίστης: ΕΚΚΛΗΣ. επίσημη δήλωση και αποδοχή της πίστης στο χριστιανικό δόγμα καθώς και κάθε συμμετοχή στα μυστήριά του: Βλ. Σύμβολο της Πίστεως, (το) Πιστεύω.|| Το βάπτισμα/η Θεία Κοινωνία ως ~ ~. ● ΦΡ.: κατά γενική/κοινή ομολογία & παραδοχή: όπως παραδέχονται όλοι: Κρίσιμη θεωρείται, ~ ~, η κατάσταση της οικονομίας. ~ ~, η εκδήλωση σημείωσε μεγάλη επιτυχία. Πβ. αναμφισβήτητα. [< 1,3: αρχ. ὁμολογία, γαλλ. confession 2: γαλλ. obligation, αγγλ. bond 4: αγγλ. homology]

όνομα

όνομα [ὄνομα] ό-νο-μα ουσ. (ουδ.) {ονόμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. λέξη με την οποία καλείται ένας άνθρωπος και αποτελεί αναγνωριστικό στοιχείο του· ανθρωπωνύμιο: ανδρικό/γυναικείο ~. Αρχαιοελληνικό/σπάνιο/χριστιανικό ~. Επιλογή ~ατος. Ποιο είναι τ' ~ά σου (: πώς λέγεσαι); Τι ~ θα δώσετε στο μωρό (: πώς θα το βγάλετε, ονομάσετε); Έδωσαν δύο ~ατα στο παιδί τους. Έχει/πήρε το ~ της γιαγιάς της. Στην αίτηση έγραψα πλήρες ~ (: ονοματεπώνυμο). Υπογράφει τα γραπτά του με ψεύτικο ~ (πβ. ψευδώνυμο). Μετά τον γάμο κράτησε το πατρικό της ~ (ενν. επίθετο). Τον φωνάζει με το μικρό του ~ (: σημάδι οικειότητας). Πότε γιορτάζει το ~ ... (βλ. ονομαστική εορτή); Στη συνάντηση έγινε μνεία του ~ατός του. Ανακοινώθηκαν/δημοσιεύτηκαν τα ~ατα των επιτυχόντων. Βλ. μητρ-, πατρ-ώνυμο, παρωνύμιο, χαϊδευτικό.|| (για κατοικίδιο) Τι ~ έχει ο σκύλος σου; 2. ΓΡΑΜΜ. λέξη που χρησιμοποιείται για να δηλωθεί πρόσωπο, ζώο, πράγμα, έννοια ή γενικότ. οποιαδήποτε οντότητα και να διαχωριστεί από άλλη· ονομασία: γεωγραφικό (βλ. τοπωνύμιο)/διεθνές/εθνικό/εμπορικό (= επωνυμία)/επίσημο/επιστημονικό/κοινό ~. ~ βουνού/λίμνης/οδού/πόλης/φυτού/ψαριού. ~ εταιρείας/οργανισμού/συσκευής. Η περιοχή πήρε το ~ά της από τον ποταμό. ~ τραγουδιού (πβ. τίτλος). Προέλευση/προστασία ~ατος (βλ. ΠΟΠ). Βλ. ονοματοδοσία. 3. η καλή φήμη που έχει αποκτήσει κάποιος ή κάτι· κατ' επέκτ. το ίδιο το πρόσωπο που γνωρίζει καταξίωση σε έναν τομέα: Γιατρός/δικηγόρος με σπουδαίο ~ στον χώρο. Έχει καλό ~ στην αγορά. Αμαύρωσε το ~ά του. Κουβαλάει βαρύ ~ (: προέρχεται από γνωστή οικογένεια). Πρέπει να φανεί αντάξιος του ~ατός του. Ζητά την αποκατάσταση του ~ατος και του κύρους του. Η βαρύτητα του ~ατος του συλλόγου.|| (σε νυχτερινό κέντρο διασκέδασης) Ο ... είναι πρώτο ~ (: φίρμα) στο μαγαζί. Ισχυρά/μεγάλα ~ατα του επιχειρηματικού κόσμου. Ηχηρά ~ατα της σόου μπίζνες. Υπάρχουν ... υποψήφια ~ατα για τη θέση. (μτφ.) Παρέλαση ~άτων (πβ. διασημότητα). 4. ΓΡΑΜΜ. {συνήθ. στον πληθ.} ουσιαστικό ή επίθετο: (για ουσιαστικό) προσηγορικά ~ατα. (για επίθετο) Κλίση των ~άτων. || Σύνθετα ~ατα. ● Υποκ.: ονοματάκι (το): (προφ.) Θα μου πεις τ' ~ σου; ● Μεγεθ.: ονοματάρα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: κοινό όνομα 1. & κοινή ονομασία: η γνωστή στον πολύ κόσμο (σε αντίθεση με την επιστημονική) ονομασία ενός πράγματος: ~ ~ ενός εντόμου/ζώου/λουλουδιού. ~ ~ προϊόντος. 2. ΓΡΑΜΜ. το προσηγορικό: Τα ~ά ~ατα γράφονται με μικρό και τα κύρια με κεφαλαίο., μικρό όνομα: το προσωπικό όνομα καθενός που δίνεται κυρ. κατά τη βάπτιση. Πβ. βαφτιστικό (όνομα). Βλ. επώνυμο., βαφτιστικό (όνομα) βλ. βαφτιστικός, εθνικά (ονόματα) βλ. εθνικός, επίκοινα ονόματα βλ. επίκοινος, κύριο όνομα βλ. κύριος, κωδικό όνομα βλ. κωδικός, μεταπλαστά ονόματα βλ. μεταπλαστός, οικογενειακό όνομα βλ. οικογενειακός, όνομα χρήστη βλ. χρήστης, όνομα χώρου/τομέα βλ. χώρος, περιληπτικό όνομα/ουσιαστικό βλ. περιληπτικός ● ΦΡ.: ακούει στο όνομα: λέγεται, ονομάζεται: Το νέο μουσικό αστέρι ~ ~ ...|| Πολλά σκυλάκια ~ούν ~ ..., για (τ') όνομα του Θεού/της Παναγίας/του Χριστού (και της Παναγίας)! & (προφ.) για όνομα (επιτατ.): για να δηλωθεί έκπληξη, δυσφορία, αποδοκιμασία: ~ ~, τι πήγες κι έκανες; ~ ~, λίγος σεβασμός! Πβ. (ο) Χριστός κι (ο) Απόστολος/κι (η) Παναγία!, εξ ονόματος (λόγ.): για λογαριασμό ή κατ΄εντολή άλλου προσώπου: Μιλώ ~ ~ όλων.|| Η προσφυγή ασκήθηκε από δικηγόρο ~ ~ του πελάτη του. Πβ. εκ μέρους., και το όνομα αυτού/αυτής ...: όταν ανακοινώνεται το όνομα που δόθηκε ή πρόκειται να δοθεί σε κάποιον ή κάτι., κάνω/δημιουργώ/βγάζω όνομα: γίνομαι γνωστός, αποκτώ φήμη: Έχει κάνει ~ στο εξωτερικό/στον κύκλο του., κατ' όνομα (επίσ.) 1. για κάτι που ισχύει σε θεωρητικό επίπεδο, αλλά όχι στην πράξη: Εκεχειρία μόνο ~ ~. Πβ. στα χαρτιά. ΑΝΤ. στην ουσία 2. ονομαστικά: Τον γνωρίζω ~ ~, όχι εξ όψεως., λέω τα πράγματα με τ' όνομά τους: μιλάω με παρρησία, ειλικρινά και απροκάλυπτα: Ας πούμε ~ ~. Ποιον φοβάται και δεν λέει ~ ~; Δεν διστάζει να πει ~ ~. ΑΝΤ. μασάω τα λόγια μου/τα μασάω, με τ' όνομα! (προφ.-εμφατ.): ονομαστός, φημισμένος: (συχνά χιουμορ.) Είναι ο Γιάννης ~ ~!, μου βγαίνει τ' όνομα (προφ.): για διάδοση αρνητικής φήμης: Πρόσεχε τι κάνεις και τι λες, γιατί δεν θέλει πολύ να σου βγει ~. Μου βγήκε ~ ότι ..., όνομα και μη χωριό (προφ.): για να αποφύγουμε να κατονομάσουμε πρόσωπο που είναι γνωστό για κάποια αρνητική ιδιότητα: Κάποιος κύριος, ~ ~, συνεχώς τεμπελιάζει., όνομα και πρά(γ)μα (εμφατ.): για να δηλωθεί ότι μια ιδιότητα είναι αληθινή και όχι μόνο ονομαστική: άξιος ~ ~. Βλ. άλλος έχει τ' όνομα κι άλλος (έχει) τη χάρη., ονόματα δε(ν) λέμε, υπολήψεις/οικογένειες δε(ν) θίγουμε (προφ.): σε περιπτώσεις που δεν θέλουμε να κατονομάσουμε κάποιον για τον οποίο διατυπώνουμε κάτι αρνητικό, αν και από τα λεγόμενά μας γίνεται συνήθ. αντιληπτό σε ποιον αναφερόμαστε: Κάποιοι, ~ ~, δεν φέρονται καθόλου τίμια., στο όνομα (κάποιου): προς δήλωση του κατόχου κινητού ή ακίνητου στοιχείου: Ο λογαριασμός εκδόθηκε στο ~ά μου. Το σπίτι είναι (γραμμένο) στο ~ά της., άλλος έχει τ' όνομα κι άλλος (έχει) τη χάρη βλ. χάρη, άφησε/θα αφήσει εποχή βλ. εποχή, εν ονόματι του νόμου βλ. νόμος, ιδίω ονόματι βλ. ίδιος1, καλύτερα/κάλλιο να σου βγει το μάτι παρά το όνομα βλ. μάτι, ο λύκος έχει τ' όνομα κ(α)ι η αλεπού τη χάρη βλ. αλεπού, πίνω νερό στο όνομα κάποιου βλ. νερό, ψιλώ ονόματι βλ. ψιλός [< αρχ. ὄνομα]

παρονομαστής

παρονομαστής πα-ρο-νο-μα-στής ουσ. (αρσ.) & (προφ.) παρανομαστής: ΜΑΘ. ο όρος του κλάσματος που βρίσκεται κάτω από την κλασματική γραμμή: κλάσματα με τον ίδιο (= ομώνυμα)/με διαφορετικό (= ετερώνυμα) ~ή. Απαλοιφή ~ών (: πολλαπλασιάζοντας τα κλάσματα με το ελάχιστο κοινό πολλαπλάσιο των ~ών τους). Ο ~ πρέπει να είναι είναι πάντα διάφορος του μηδενός. Βλ. αριθμητής, δεκαδικός (αριθμός), ρητός αριθμός. ● ΣΥΜΠΛ.: κοινός παρονομαστής (μτφ.): κοινό σημείο: ~ ~ όλων των εισηγήσεων είναι η εξέλιξη της γλώσσας.|| Προσπάθειες να βρεθεί (ένας) ~ ~ (= σημείο συμφωνίας) ανάμεσα στην κυβέρνηση και τα συνδικάτα. [< γαλλ. dénominateur commun] ● ΦΡ.: στον ίδιο παρονομαστή (μτφ.): στο ίδιο σημείο ή επίπεδο: Μη βάζεις τα πάντα ~ ~ (= μην τα εξομοιώνεις)! [< γαλλ. dénominateur]

πλαίσιο

πλαίσιο πλαί-σι-ο ουσ. (ουδ.) {πλαισί-ου} 1. (μτφ.) νοητά όρια μέσα στα οποία εκδηλώνεται κάτι: δημοσιονομικό/διεκδικητικό/εργασιακό/κανονιστικό/ρυθμιστικό/χρονικό ~. Το θεωρητικό ~ ενός μαθήματος (πβ. υπόβαθρο). Το (βασικό) ~ λειτουργίας ενός προγράμματος. Προτάσεις ανάπτυξης σε περιφερειακό/τοπικό ~. Καθορίζεται/προτείνεται ένα νέο ~ ανάλυσης/αναφοράς/αρχών/δράσης. Κινούνται μέσα σε (ένα) ασφυκτικό ~/αυστηρά ~α. Έργο που εντάσσεται στο γενικό/ευρύτερο ~ συνεργασίας των δύο φορέων. Δεν περιορίζεται σε στενά ~α.|| Βιβλίο/συγγραφέας που εξετάζει/παρουσιάζει/συνθέτει το διεθνές/ιστορικό/οικονομικό/πνευματικό/πολιτικό/πολιτιστικό ~ της εποχής. Πβ. συνθήκες.|| Το παιδί μέσα στο οικογενειακό/σχολικό ~. Πβ. περιβάλλον. 2. καθετί, συνήθ. κατασκευή, που περιβάλλει και εσωκλείει κάτι: ορθογώνιο/τετράγωνο ~. Ανοξείδωτο/μεταλλικό/ξύλινο ~. Διακοσμητικό ~. Το ~ του καθρέφτη/της οθόνης (: του Η/Υ ή της τηλεόρασης)/του παραθύρου/της πόρτας (= κάσα). Φωτογραφία με/χωρίς ~ (= κορνίζα).|| (ΠΛΗΡΟΦ.-ΤΥΠΟΓΡ.) Μαύρο ~ γύρω από την εικόνα. Κείμενο μέσα σε ~/(λόγ.) εντός ~ου. 3. σκελετός (κατασκευής): το ~ του αυτοκινήτου (= σασί)/της μοτοσικλέτας/του ποδηλάτου.|| (ΟΙΚΟΔ.) ~α δαπέδων/οροφών. 4. ΠΛΗΡΟΦ. {συνήθ. στον πληθ.} αρχείο HTML το οποίο ενεργεί ως δομή μιας σύνθετης ιστοσελίδας που είναι χωρισμένη οριζόντια ή κατακόρυφα σε πολλά επιμέρους τμήματα, ανεξάρτητα μεταξύ τους. ● Υποκ.: πλαισιάκι (το): στη σημ. 2. ● ΣΥΜΠΛ.: Εθνικό Στρατηγικό Πλαίσιο Αναφοράς (ακρ. ΕΣΠΑ): ΠΟΛΙΤ. έγγραφο αναφοράς για τον προγραμματισμό των Ταμείων της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε εθνικό επίπεδο για συγκεκριμένη χρονική περίοδο: ~ ~ 2007-2013. [< αγγλ. National Strategic Reference Framework (NSRF)] , Κοινό Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Αναφοράς (για τις γλώσσες): έγγραφο της αρμόδιας για θέματα παιδείας Επιτροπής του Συμβουλίου της Ευρώπης, στο οποίο περιγράφονται οι γνώσεις και δεξιότητες που πρέπει να αναπτύξουν οι μαθητές, ώστε να χρησιμοποιούν μια ξένη γλώσσα, για να επικοινωνούν, και ορίζονται τα επίπεδα γλωσσομάθειας. [< αγγλ. Common European Framework of Reference (for languages)] , πλαίσιο/παράθυρο διαλόγου: ΠΛΗΡΟΦ. που εμφανίζεται συνήθ. αυτόματα στην οθόνη του υπολογιστή, παρέχοντας στον χρήστη πληροφορίες για τη λειτουργία ενός προγράμματος ή ζητώντας την εισαγωγή δεδομένων. [< αγγλ. dialogue box, 1984] , αριθμός πλαισίου βλ. αριθμός, Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης βλ. κοινοτικός, νόμος-πλαίσιο βλ. νόμος, Πρόγραμμα Πλαίσιο βλ. πρόγραμμα, σύμβαση(-)πλαίσιο βλ. σύμβαση, φωτοβολταϊκό πάνελ βλ. φωτοβολταϊκός ● ΦΡ.: (μέσα) στα/έξω από τα πλαίσια/το πλαίσιο & (λόγ.) εντός/εκτός του πλαισίου/των πλαισίων: σύμφωνα με/αντίθετα προς: Αρμοδιότητα που βρίσκεται/εντάσσεται μέσα στα δημοκρατικά πλαίσια των καθηκόντων του.|| Δρουν εκτός/εντός θεσμικού/νομικού/νομοθετικού ~ου (= παράνομα/νόμιμα)., σε γενικά πλαίσια: σε γενικές γραμμές., σε λογικά πλαίσια: για κάτι που δεν είναι υπερβολικό: Τιμές που κυμαίνονται ~ ~., στο πλαίσιο (+ γεν.) & μέσα στο πλαίσιο & στα πλαίσια & μέσα στα πλαίσια: επ' ευκαιρία, με αφορμή, κατά τη διάρκεια: συνέντευξη Τύπου ~ ~ της διάσκεψης κορυφής. Εκδηλώσεις ~ ~ του εορτασμού της 25ης Μαρτίου. [< αγγλ. (with)in the framework of, γαλλ. dans le cadre de] , κατά το δυνατό(ν)/όσο είναι δυνατό(ν)/στο μέτρο του δυνατού/(μέσα) στα όρια/πλαίσια του δυνατού βλ. δυνατός [< 1,2: αρχ. πλαίσιον 3: γερμ. Rahmen 4: αγγλ. frame]

πρωτοτυπία

πρωτοτυπία πρω-το-τυ-πί-α ουσ. (θηλ.): η ιδιότητα του πρωτότυπου: ~ ενός θέματος/μιας ιδέας/μιας μεθόδου/ενός σεναρίου (ΑΝΤ. κοινοτοπία). Σκηνοθετικές ~ες. Το έργο στερείται ~ας. Πβ. καινοτομία.|| (συχνά ειρων.) Γεγονός που αποτελεί ελληνική/παγκόσμια ~. ΑΝΤ. στερεοτυπία (2) [< πβ. μεσν. πρωτοτυπία ‘αρχική μορφή’, γαλλ. originalité]

συναίνεση

συναίνεση συ-ναί-νε-ση ουσ. (θηλ.) (λόγ.): συγκατάθεση, συμφωνία: απαραίτητη/γενική/γονική/γραπτή/εθνική/ευρεία/πολιτική/ρητή/σιωπηρή ~. ~ του ενδιαφερομένου/μεταξύ των κομμάτων/των πολιτών. Αποτέλεσμα/βαθμός/επίτευξη/πνεύμα/προϊόν ~ης. Mε ~ ο διάλογος για το ασφαλιστικό. Έδωσε/εξασφάλισε/πέτυχε τη ~ή του.|| (ΝΟΜ.) Γονική ~. ΣΥΝ. συγκατάνευση ΑΝΤ. απόρριψη (1), άρνηση (1) ● ΣΥΜΠΛ.: λαϊκή/κοινωνική συναίνεση: έγκριση που παρέχεται από τον λαό ή γενικότ. το κοινωνικό σύνολο σε αποφάσεις και μέτρα που λαμβάνει η πολιτική ηγεσία και το(ν) αφορούν άμεσα: μεταρρυθμίσεις με ~ ~. ● ΦΡ.: κοινή συναινέσει [κοινῇ συναινέσει]: ΝΟΜ. με τη συγκατάθεση και των δύο πλευρών, με κοινή συμφωνία: διαζύγιο/λύση συμβολαίου ~ ~. Έλυσαν τη συνεργασία τους ~ ~. [< γαλλ. de commun accord] [< μτγν. συναίνεσις, γαλλ. consentement]

τύχη

τύχη τύ-χη ουσ. (θηλ.) 1. σύμπτωση ευνοϊκών καταστάσεων: Με λίγη ~ θα κερδίσουμε. Η ~ του βρίσκεται στα χέρια (+γεν.) … Δεν είχε ~ στη ζωή του. Είναι ζήτημα ~ης αν θα τα καταφέρει.|| (στα τυχερά παιχνίδια:) Έχει μεγάλη ~ σήμερα (πβ. φάρδος, ΑΝΤ. γκίνια).|| (ως ευχή:) Καλή ~! Πβ. καλοτυχία. ΑΝΤ. ατυχία (1), γκαντεμιά, κακοτυχία 2. οτιδήποτε καθορίζει θετικά ή αρνητικά την εξέλιξη γεγονότων, χωρίς να έχει προβλεφθεί· μοίρα, πεπρωμένο: Έτσι τα έφερε/τα ΄φερε η ~. Αναζήτησε καλύτερη ~ στο εξωτερικό. Η ~ ευνοεί τους τολμηρούς. Τον εγκατέλειψε η ~ του. Πβ. γραφτό, ειμαρμένη, ριζικό. ΣΥΝ. τυχερό (1) 3. ό,τι σχετίζεται με το μέλλον ή τη μετέπειτα εξέλιξη κάποιου: οι ~ες των ανθρώπινων κοινωνιών. Εντείνεται η ανησυχία για την ~ των αμάχων. Συγκεχυμένες είναι οι πληροφορίες για την ~ των αγνοουμένων.|| (για πράγμα) Αγνοείται η ~ των έργων τέχνης που εκλάπησαν. ● ΣΥΜΠΛ.: ο τροχός της τύχης βλ. τροχός, πείραμα τύχης βλ. πείραμα ● ΦΡ.: από (καθαρή) τύχη: χάρη σε τυχαίο γεγονός ή ευνοϊκή συγκυρία: ~ ~ δεν υπήρξαν θύματα. Επέζησε/σώθηκε ~ ~. Πβ. ως εκ θαύματος., αφήνω/εγκαταλείπω/παρατώ κάποιον/κάτι στην τύχη/στη μοίρα του: δεν νοιάζομαι για κάποιον ή κάτι, αδιαφορώ πλήρως για αυτό(ν): Είχε αφήσει/εγκαταλείψει/παρατήσει ~ του τον άρρωστο πατέρα της. Πβ. αφήνω κάποιον στη δυστυχία του., για καλή/για κακή μου τύχη: (σε αφήγηση) ευτυχώς/δυστυχώς για μένα: Για καλή ~, είχα εξαιρετικούς καθηγητές. Για κακή ~ με έκλεψαν., δεν έχει τύχη: δεν πρόκειται να πετύχει καλά αποτελέσματα, να έχει θετική κατάληξη: Η ομάδα ~ ~ στον τελικό. Με τόσο συντηρητικές απόψεις δεν ~εις ~., δοκιμάζω την τύχη μου: ριψοκινδυνεύω: Δεν είναι σίγουρος για το αποτέλεσμα, αλλά θα ~σει ~ του., έχω την τύχη με το μέρος μου: έχω την εύνοια της τύχης, είμαι καλότυχος: Όλα καλά του πάνε, έχει ~ ~ του!, η τύχη μού γελάει/μού χαμογελάει: αποδεικνύομαι τυχερός: Τόσα χρόνια ζούσε με μεροκάματα, αλλά του χαμογέλασε η τύχη και κέρδισε το λαχείο., η τύχη μού γυρίζει την πλάτη: είμαι κακότυχος: Ενώ όλα πήγαιναν μια χαρά, ξαφνικά η τύχη τού γύρισε ~. Η τύχη γύρισε την πλάτη στην ομάδα., κάνω/βρίσκω την τύχη μου: μου τυχαίνει κάτι καλό και πετυχαίνω, πλουτίζω: Έκανε/βρήκε ~ του στο εξωτερικό., κατά τύχη: τυχαία, συμπτωματικά: Βρέθηκε στην περιοχή ~ ~., κοινή γαρ η τύχη και το μέλλον αόρατο (γνωμ.): όλοι μπορεί να βρεθούν στην ίδια θέση, καθώς η έκβαση των πραγμάτων δεν μπορεί να προκαθοριστεί., κρατώ στα χέρια μου την τύχη κάποιου: καθορίζω, κατευθύνω τη ζωή του., πού τέτοια τύχη! & (σπάν.) χάρη: για να δηλωθεί ότι κάτι δεν μπορεί να γίνει, παρόλο που θα ήταν επιθυμητό: Ήλπιζα ότι θα έβρισκα εισιτήρια, αλλά ~ ~! -Ήρθε; -Μπα! ~ ~! Πβ. πού τέτοιο πρά(γ)μα!, στην τύχη: χωρίς πλάνο, όπως να ’ναι: Αγοράζει/διαλέγει/επιλέγει ~ ~. ΣΥΝ. απλώς/εική και ως έτυχε, στα κουτουρού, στα τυφλά (1), την τύχη/το κέρατό μου μέσα (αργκό-υβριστ.): για να δηλωθεί έντονη αγανάκτηση., τύχη αγαθή [τύχῃ ἀγαθῇ] (λόγ.): κατά καλή τύχη: ~ ~ (: ευτυχώς) αποφεύχθηκε το μοιραίο.|| (επίσ.) ~ ~ έδοξε τη Ακαδημία Αθηνών ..., ακολουθεί τη μοίρα/την τύχη κάποιου βλ. ακολουθώ, αν έχεις τύχη διάβαινε και ριζικό περπάτει βλ. διαβαίνω, ανοίγει η τύχη μου βλ. ανοίγω, αφήνω (κάτι) στην τύχη βλ. αφήνω, γαμώ την τύχη/το φελέκι μου βλ. φελέκι, είμαι άξιος της μοίρας/της τύχης μου βλ. άξιος, ειρωνεία της τύχης βλ. ειρωνεία, ένωσαν τις τύχες τους βλ. ενώνω, έτσι το θέλησε η μοίρα/ο Θεός/η τύχη βλ. θέλω, η τύχη του πρωτάρη βλ. πρωτάρης, πρωτάρα, κοιμάται κι η τύχη του δουλεύει βλ. κοιμάμαι, μίλησε με την τύχη (του) βλ. μιλώ, τύχη βουνό βλ. βουνό [< 1,2: αρχ. τύχη 3: γαλλ. sort]

ωφέλεια

ωφέλεια [ὠφέλεια] ω-φέ-λει-α ουσ. (θηλ.) {-ας (λόγ.) -είας | -ών}: όφελος, κέρδος: δημόσια/ηθική/κοινωνική/πνευματική/οικονομική/πρακτική/υλική/ψυχική ~ (πβ. απολαβή). Προκύπτει σημαντική ~ για το κράτος. ● ΣΥΜΠΛ.: κοινής ωφελείας: χαρακτηρισμός δραστηριοτήτων ή υπηρεσιών που υπάρχουν προς όφελος του κοινωνικού συνόλου: έργα ~ ~ (= κοινωφελή).|| Επιχειρήσεις/οργανισμοί ~ ~. Βλ. ΔΕΚΟ. ● ΦΡ.: επ' ωφελεία (+ γεν.) (επίσ.): προς όφελος κάποιου, για το συμφέρον του: διμερείς σχέσεις ~ ~ και των δύο λαών. Πβ. επ' αγαθώ. [< αρχ. ὠφέλεια]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.