Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • κοκκώδης , ης, ες κοκ-κώ-δης επίθ. {κοκκώδ-ους | -εις (ουδ. -η)} 1. (επιστ.) που αποτελείται από κόκκους: ~ης: υφή. ~η: εδάφη/λιπάσματα/πετρώματα/υλικά. Βλ. πορώδης, συμπαγής.|| Οργκανάιζερ από ~ες δέρμα (πβ. σαγρέ). 2. ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. κοκκιώδης. [< 1: γαλλ. granulaire]

πορώδης

πορώδης, ης, ες πο-ρώ-δης επίθ. {πορώδ-ους | -εις (ουδ. -η), -ών} (επιστ.): που έχει πολλούς πόρους: ~ες: πέτρωμα/υλικό. Πβ. κυψελ-, σπογγ-ώδης. ● Ουσ.: πορώδες (το): η ιδιότητα στερεού σώματος να έχει πόρους και επομένως να απορροφά αέρια και υγρά. [< μτγν. πορώδης]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.