Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • κοκόνα κο-κό-να ουσ. (θηλ.) 1. τρυφερή προσφώνηση, κυρ. συζύγου ή κόρης. 2. (παλαιότ.) κυρία της καλής κοινωνίας. Βλ. δέσποινα. [< ρουμ. cucoană]

δέσποινα

δέσποινα δέ-σποι-να ουσ. (θηλ.) {(λόγ.) δεσποίνης} (ως χαρακτηρισμός ή προσφών.) 1. (με κεφαλ. Δ) η Παναγία. 2. (παλαιότ.) οικοδέσποινα και γενικότ. κυρία, συνήθ. ευγενικής καταγωγής ή ανώτερης κοινωνικής θέσης. Πβ. αφέντρα, κυρά. [< 1: αρχ. Δέσποινα 2: μεσν. δέσποινα]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.