κολοκύθι κο-λο-κύ-θι ουσ. (ουδ.) {κολοκυθ-ιού} BOT. 1. ο εδώδιμος, στενόμακρος, πράσινος καρπός της κοινής κολοκυθιάς (επιστ. ονομασ. Cucurbita pepo): άνθη (= κολοκυθοανθοί)/σπόροι ~ιού (= κολοκυθόσποροι).|| (ΜΑΓΕΙΡ.-ΖΑΧΑΡ.) Ξυσμένο/τριμμένο ~. ~ια γεμιστά (: με ρύζι και κιμά). Βράζω/καθαρίζω/τηγανίζω τα ~ια. Γλυκό κουταλιού ~.2. ο καρπός της κολοκύθας: (ΜΑΓΕΙΡ.) κίτρινο ~ τριμμένο. ● ΦΡ.: κολοκύθια (με τη ρίγανη/στο πάτερο/τούμπανα)! (ειρων.): ανοησίες: Αυτά που μου λες είναι ~ (~)! [< μεσν. κολοκύθι < μτγν. κολοκύνθιον]
κολοκυθιά κο-λο-κυ-θιά ουσ. (θηλ.) 1. ΒΟΤ. αγγειόσπερμο, αναρριχητικό φυτό (επιστ. ονομασ. Cucurbita L.) με έλικες, παλαμοειδή φύλλα, μεγάλα κίτρινα άνθη και εδώδιμους, μακρόστενους συνήθ. πρασινωπούς καρπούς: ~ η κοινή. Ανθοί ~ιάς (= κολοκυθοανθοί). ΣΥΝ. κολοκύνθη 2. (παλαιότ.) ομαδικό παιδικό παιχνίδι στο οποίο ο παίκτης που θα ακούσει ερώτηση στην οποία να αναφέρεται ο αριθμός του, θα πρέπει να απαντήσει και να πει τον αριθμό ενός άλλου παίκτη. Βλ. αγαλματάκια, κρυφτό, μήλα. ● ΦΡ.: παίζουμε την κολοκυθιά (μτφ.-ειρων.): για να δηλωθεί δυσαρέσκεια, όταν λέμε (ή κάνουμε) τα ίδια και τα ίδια, συζητάμε χωρίς να καταλήγουμε πουθενά: Οι αρμόδιοι παίζουν την ~ με το πρόβλημα (= ρίχνουν το μπαλάκι ο ένας στον άλλο). Την ~ θα παίξουμε τώρα; [< μεσν. κολοκυθέα]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.