Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • κολυμπώ [κολυμπῶ] κο-λυ-μπώ ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {κολυμπ-ά κ. -άει ... | κολύμπ-ησα, -ήσω, -ώντας} & κολυμπάω 1. επιπλέω ή μετακινώ το σώμα μου στο νερό, με συντονισμένες κινήσεις των χεριών και των ποδιών, κάνω κολύμπι: ~ήσαμε στα καταγάλανα νερά/στην πισίνα/στο ποτάμι. ~ με βατραχοπέδιλα/μάσκα και αναπνευστήρα/μπρατσάκια. ~ά(ει) σαν δελφίνι/ψάρι (: είναι δεινός κολυμβητής). Δεν ξέρει (ακόμη)/τώρα μαθαίνει να ~άει (: δεν ξέρει μπάνιο). ~ησε ανάσκελα/κόντρα στο ρεύμα/μέχρι την ακτή/προς το μέρος μας. Μην ~άς με γεμάτο στομάχι! Πήγαμε ~ώντας μέχρι τον βράχο.|| (ΑΘΛ.) ~ κρόουλ/πεταλούδα/πρόσθιο/ύπτιο.|| (κατ' επέκτ., για ζώο) Οι σκύλοι μπορούν να ~ούν. 2. για θαλάσσιο οργανισμό που κινείται στο νερό, συνήθ. σε θάλασσα, λίμνη, ποτάμι, χρησιμοποιώντας φυσικά όργανα κολύμβησης (ουρά, πτερύγια). 3. {κυρ. στο γ' πρόσ.} (μτφ.-εμφατ.) διαθέτω άφθονη ποσότητα από κάτι: ~άει στο πετρέλαιο (: για περιοχή ή χώρα).|| Η εταιρεία ~ούσε στα χρέη (: ήταν καταχρεωμένη). ΣΥΝ. πλέω (3) 4. {κυρ. στο γ΄πρόσ.} (μτφ.-εμφατ.) είμαι βουτηγμένος σε υπέρμετρα μεγάλη ποσότητα υγρού: Τα φασολάκια ~άνε στο λάδι!|| ~άει στον ιδρώτα (= είναι μούσκεμα). ΣΥΝ. πλέω (4) ● ΦΡ.: κολυμπάει στο χρυσάφι/στο χρήμα & στα πλούτη/στα λεφτά (προφ.): είναι πολύ πλούσιος. Πβ. το/τα φυσάει., κολυμπάει/έπεσε σε βαθιά νερά/στα βαθιά (νερά) & βούτηξε στα βαθιά (νερά) (μτφ.-προφ.): αντιμετωπίζει μια δύσκολη κατάσταση, ασχολείται με κάτι απαιτητικό: Βρέθηκε ξαφνικά/έμαθε να κολυμπάει ~. Βούτηξε/έπεσε από μικρός στα ~ της δημοσιογραφίας. [< μεσν. κολυμπώ]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.