κολόνα κο-λό-να ουσ. (θηλ.) 1. κατακόρυφο, κυλινδρικό ή ορθογώνιο δομικό στοιχείο στήριξης· κατ' επέκτ. οτιδήποτε έχει επίμηκες και συνήθ. κυλινδρικό σχήμα: ξύλινη/πέτρινη/τσιμεντένια ~. ~ της ΔEH (βλ. πυλώνας)/του ΟΤΕ. Μαρμάρινες ~ες. Το αυτοκίνητο έπεσε πάνω/προσέκρουσε σε ~. Πβ. στύλος.|| (ΑΡΧΙΤ., συνήθ. στον πληθ.) Οι ~ες του κτιρίου. ~ες και δοκοί. ΣΥΝ. υποστύλωμα.|| (στο αυτοκίνητο:) Η ~ του τιμονιού. Οι μπροστινές/πίσω ~ες (του αμαξώματος).|| ~ πάγου (= παγο~).|| (μτφ.) ~ (= στήλη) καπνού.2. (προφ.) κίονας: αρχαίες/δωρικές/ιωνικές ~ες. ● Υποκ.: κολονίτσα (η) ● ΦΡ.: η κολόνα/ο στύλος του σπιτιού (μτφ.): το στήριγμα της οικογένειας, συνήθ. παλαιότ. για τον άνδρα. Βλ. κουβαλητής. [< μεσν. κολόνα < ιταλ. colonna]
κολονάκι κο-λο-νά-κι ουσ. (ουδ.) {κυρ. στον πληθ.} (υποκ.): μικρή κολόνα· συνήθ. καθεμία από αυτές που τοποθετούνται κατά μήκος του δρόμου ως οδοδείκτες ή κατά μήκος πεζοδρομίου ή γύρω από πλατεία, για να αποτραπεί η στάθμευση ή η είσοδος οχημάτων: εύκαμπτα/πλαστικά/τσιμεντένια ~ια. ~ια σήμανσης (πβ. κορύνα, κώνος). Βυθιζόμενα ~ια (ΑΝΤ. ανυψούμενος). ΣΥΝ. κορύνα (3)
κολονάτος , η, ο [κολονᾶτος] κο-λο-νά-τος επίθ.: για αντικείμενο, συνήθ. ποτήρι, με λεπτό και ψηλό πόδι. Βλ. -άτος.
-άτος
-άτος, η, ο επίθημα για την παραγωγή επιθέτων που δηλώνει 1. ιδιότητα, χαρακτηριστικό: αφρ~/λουλουδ~/χλιδ~.|| (συχνά σε επίθ. παράγωγα από ξένες λέξεις:) Κεφ~/ντελικ~/κιτσ~.2. (κυρ. σε φαγητό) υλικό, συστατικό: κρασ~/λεμον~/ξιδ~/σκορδ~.3. κατάσταση: γεμ~/χορτ~.4. τρόπο: ποδαρ~.5. (μόνο στο αρσ.) επώνυμο ή τοπωνύμιο: (κυρ. στα Ιόνια Νησιά:) Παπαδ~.
κουβαλητής
κουβαλητής κου-βα-λη-τής ουσ. (αρσ.) 1. (κυρ. παλαιότ.) σύζυγος και πατέρας που δουλεύει και εξασφαλίζει στα μέλη της οικογένειάς του τα προς το ζην: το πρότυπο/ο ρόλος του άνδρα-~ή. Βλ. η κολόνα/ο στύλος του σπιτιού.2. (παλαιότ.) πρόσωπο που κουβαλά φορτία: ~ές εμπορευμάτων. Πβ. αχθοφόρος, βαστάζος, μεταφορέας, χαμάλης.|| (μτφ., κυρ. στο ποδόσφαιρο) ~ της μπάλας (: ο παίκτης που την προωθεί στην επίθεση).3. (μτφ.-μειωτ.) όργανο, υπηρέτης: ~ές ξένων συμφερόντων. Πβ. μαριονέτα, πιόνι, υποχείριο, φερέφωνο. ΣΥΝ. νεροκουβαλητής (1)
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.