Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 3 εγγραφές  [0-3]


  • κολόνα κο-λό-να ουσ. (θηλ.) 1. κατακόρυφο, κυλινδρικό ή ορθογώνιο δομικό στοιχείο στήριξης· κατ' επέκτ. οτιδήποτε έχει επίμηκες και συνήθ. κυλινδρικό σχήμα: ξύλινη/πέτρινη/τσιμεντένια ~. ~ της ΔEH (βλ. πυλώνας)/του ΟΤΕ. Μαρμάρινες ~ες. Το αυτοκίνητο έπεσε πάνω/προσέκρουσε σε ~. Πβ. στύλος.|| (ΑΡΧΙΤ., συνήθ. στον πληθ.) Οι ~ες του κτιρίου. ~ες και δοκοί. ΣΥΝ. υποστύλωμα.|| (στο αυτοκίνητο:) Η ~ του τιμονιού. Οι μπροστινές/πίσω ~ες (του αμαξώματος).|| ~ πάγου (= παγο~).|| (μτφ.) ~ (= στήλη) καπνού. 2. (προφ.) κίονας: αρχαίες/δωρικές/ιωνικές ~ες. ● Υποκ.: κολονίτσα (η) ● ΦΡ.: η κολόνα/ο στύλος του σπιτιού (μτφ.): το στήριγμα της οικογένειας, συνήθ. παλαιότ. για τον άνδρα. Βλ. κουβαλητής. [< μεσν. κολόνα < ιταλ. colonna]
  • κολονάκι κο-λο-νά-κι ουσ. (ουδ.) {κυρ. στον πληθ.} (υποκ.): μικρή κολόνα· συνήθ. καθεμία από αυτές που τοποθετούνται κατά μήκος του δρόμου ως οδοδείκτες ή κατά μήκος πεζοδρομίου ή γύρω από πλατεία, για να αποτραπεί η στάθμευση ή η είσοδος οχημάτων: εύκαμπτα/πλαστικά/τσιμεντένια ~ια. ~ια σήμανσης (πβ. κορύνα, κώνος). Βυθιζόμενα ~ια (ΑΝΤ. ανυψούμενος). ΣΥΝ. κορύνα (3)
  • κολονάτος , η, ο [κολονᾶτος] κο-λο-νά-τος επίθ.: για αντικείμενο, συνήθ. ποτήρι, με λεπτό και ψηλό πόδι. Βλ. -άτος.

-άτος

-άτος, η, ο επίθημα για την παραγωγή επιθέτων που δηλώνει 1. ιδιότητα, χαρακτηριστικό: αφρ~/λουλουδ~/χλιδ~.|| (συχνά σε επίθ. παράγωγα από ξένες λέξεις:) Κεφ~/ντελικ~/κιτσ~. 2. (κυρ. σε φαγητό) υλικό, συστατικό: κρασ~/λεμον~/ξιδ~/σκορδ~. 3. κατάσταση: γεμ~/χορτ~. 4. τρόπο: ποδαρ~. 5. (μόνο στο αρσ.) επώνυμο ή τοπωνύμιο: (κυρ. στα Ιόνια Νησιά:) Παπαδ~.

κουβαλητής

κουβαλητής κου-βα-λη-τής ουσ. (αρσ.) 1. (κυρ. παλαιότ.) σύζυγος και πατέρας που δουλεύει και εξασφαλίζει στα μέλη της οικογένειάς του τα προς το ζην: το πρότυπο/ο ρόλος του άνδρα-~ή. Βλ. η κολόνα/ο στύλος του σπιτιού. 2. (παλαιότ.) πρόσωπο που κουβαλά φορτία: ~ές εμπορευμάτων. Πβ. αχθοφόρος, βαστάζος, μεταφορέας, χαμάλης.|| (μτφ., κυρ. στο ποδόσφαιρο) ~ της μπάλας (: ο παίκτης που την προωθεί στην επίθεση). 3. (μτφ.-μειωτ.) όργανο, υπηρέτης: ~ές ξένων συμφερόντων. Πβ. μαριονέτα, πιόνι, υποχείριο, φερέφωνο. ΣΥΝ. νεροκουβαλητής (1)

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.