Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • Κολωνάκι Κο-λω-νά-κι ουσ. (ουδ.) {Κολωνακίου} (ειρων.): η καλή, υψηλή κοινωνία. Πβ. ελίτ, χάι σοσάιτι. ● ΦΡ.: λαός και Κολωνάκι βλ. λαός
  • κολωνακιώτικος , η, ο κο-λω-να-κιώ-τι-κος επίθ.: που σχετίζεται με το Κολωνάκι και κατ' επέκτ. με την καλή κοινωνία της Αθήνας. Πβ. κυριλέ.

λαός

λαός λα-ός ουσ. (αρσ.) 1. το σύνολο των κατοίκων μιας ευρύτερης περιοχής: ο ~ ενός νησιού/ενός νομού/μιας πόλης. Πβ. πληθυσμός. Βλ. κοινωνία.|| (ειδικότ. για τον λαό μιας χώρας:) Αλύτρωτος/γειτονικός/ελεύθερος/ηρωικός/μαρτυρικός/ναυτικός/περήφανος/πολιτισμένος/υπόδουλος ~. Ο ελληνικός ~. Η ανεξαρτησία/η αυτοδιάθεση/η γλώσσα/τα ήθη και έθιμα/η ιστορία/ο πολιτισμός ενός λαού. Αλληλεγγύη/ειρήνη/συνεργασία/φιλία μεταξύ των (δύο) λαών.|| Ανατολικοί/βόρειοι/δυτικοί λαοί. Αυτόχθονες/ομόθρησκοι λαοί. Οι λαοί της Γης/της Ευρώπης/του κόσμου/της Μεσογείου. Σεβασμός στη διαφορετικότητα/η ισότητα των λαών (βλ. παγκοσμιοποίηση, πολυπολιτισμικότητα). Ο αθλητισμός ενώνει τους λαούς. ΣΥΝ. έθνος.|| Νομαδικός ~. Αρχαίοι/πολεμικοί/πρωτόγονοι λαοί. ΣΥΝ. φυλή. 2. το σύνολο των πολιτών ενός κράτους: ο κυρίαρχος ~ (βλ. δημοκρατία, λαϊκή κυριαρχία). Δημοκρατικός/φιλελεύθερος ~. Εκπρόσωποι (= βουλευτές)/κυβέρνηση του λαού. Με απαίτηση/απόφαση του λαού (βλ. δημοψήφισμα). Εξέγερση του λαού. Ενεργητική/ευρεία συμμετοχή του λαού στις διαδηλώσεις/στα κοινά. Λύσεις στα προβλήματα του λαού. Ενεργεί ενάντια στα/υπηρετεί τα συμφέροντα του λαού. Ο ~ μίλησε (: ανέδειξε τον νικητή των εκλογών). Ο ~ βγήκε στους δρόμους. 3. κοινωνικές τάξεις με χαμηλό ή μέτριο εισόδημα και συνήθ. ανάλογο μορφωτικό επίπεδο· γενικότ. οι απλοί άνθρωποι: ο απλός ~. Ο εργαζόμενος ~ (= η εργατική τάξη). Οι δοξασίες/οι παροιμίες/τα τραγούδια του λαού (βλ. λαϊκή παράδοση, λαϊκή τέχνη). Ο σοφός ~ λέει ... Πβ. κοσμάκης, λαουτζίκος, πλέμπα, πληβείος, προλεταριάτο. Βλ. αριστοκρατία, άρχουσα τάξη, ελίτ, προύχοντες. 4. (προφ.) κόσμος, πλήθος: Μαζεύτηκε πολύς ~ στην εκδήλωση. Πβ. πόπολο, όχλος. Βλ. μάζα. 5. (περιληπτ.) οπαδοί· πιστοί: ο ~ ενός κόμματος/μιας ομάδας (= φίλαθλοι).|| Ο ~ (= το ποίμνιο) της Εκκλησίας. ● ΣΥΜΠΛ.: παιδί/τέκνο του λαού βλ. παιδί, περιούσιος λαός βλ. περιούσιος ● ΦΡ.: λαός και Κολωνάκι (κυρ. παλαιότ.-προφ.): φτωχοί και πλούσιοι., τα μπάνια του λαού βλ. μπάνιο, φωνή λαού, οργή Θεού βλ. οργή [< αρχ. λαός, γαλλ. peuple]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.