κολωνακιώτικος , η, ο κο-λω-να-κιώ-τι-κος επίθ.: που σχετίζεται με το Κολωνάκι και κατ' επέκτ. με την καλή κοινωνία της Αθήνας. Πβ. κυριλέ.
λαός
λαός λα-ός ουσ. (αρσ.) 1. το σύνολο των κατοίκων μιας ευρύτερης περιοχής: ο ~ ενός νησιού/ενός νομού/μιας πόλης. Πβ. πληθυσμός. Βλ. κοινωνία.|| (ειδικότ. για τον λαό μιας χώρας:) Αλύτρωτος/γειτονικός/ελεύθερος/ηρωικός/μαρτυρικός/ναυτικός/περήφανος/πολιτισμένος/υπόδουλος ~. Ο ελληνικός ~. Η ανεξαρτησία/η αυτοδιάθεση/η γλώσσα/τα ήθη και έθιμα/η ιστορία/ο πολιτισμός ενός λαού. Αλληλεγγύη/ειρήνη/συνεργασία/φιλία μεταξύ των (δύο) λαών.|| Ανατολικοί/βόρειοι/δυτικοί λαοί. Αυτόχθονες/ομόθρησκοι λαοί. Οι λαοί της Γης/της Ευρώπης/του κόσμου/της Μεσογείου. Σεβασμός στη διαφορετικότητα/η ισότητα των λαών (βλ. παγκοσμιοποίηση, πολυπολιτισμικότητα). Ο αθλητισμός ενώνει τους λαούς. ΣΥΝ. έθνος.|| Νομαδικός ~. Αρχαίοι/πολεμικοί/πρωτόγονοι λαοί. ΣΥΝ. φυλή.2. το σύνολο των πολιτών ενός κράτους: ο κυρίαρχος ~ (βλ. δημοκρατία, λαϊκή κυριαρχία). Δημοκρατικός/φιλελεύθερος ~. Εκπρόσωποι (= βουλευτές)/κυβέρνηση του λαού. Με απαίτηση/απόφαση του λαού (βλ. δημοψήφισμα). Εξέγερση του λαού. Ενεργητική/ευρεία συμμετοχή του λαού στις διαδηλώσεις/στα κοινά. Λύσεις στα προβλήματα του λαού. Ενεργεί ενάντια στα/υπηρετεί τα συμφέροντα του λαού. Ο ~ μίλησε (: ανέδειξε τον νικητή των εκλογών). Ο ~ βγήκε στους δρόμους.3. κοινωνικές τάξεις με χαμηλό ή μέτριο εισόδημα και συνήθ. ανάλογο μορφωτικό επίπεδο· γενικότ. οι απλοί άνθρωποι: ο απλός ~.Ο εργαζόμενος ~ (= η εργατική τάξη). Οι δοξασίες/οι παροιμίες/τα τραγούδια του λαού (βλ. λαϊκή παράδοση, λαϊκή τέχνη). Ο σοφός ~ λέει ... Πβ. κοσμάκης, λαουτζίκος, πλέμπα, πληβείος, προλεταριάτο. Βλ. αριστοκρατία, άρχουσα τάξη, ελίτ, προύχοντες.4. (προφ.) κόσμος, πλήθος: Μαζεύτηκε πολύς ~ στην εκδήλωση. Πβ. πόπολο, όχλος. Βλ. μάζα.5. (περιληπτ.) οπαδοί· πιστοί: ο ~ ενός κόμματος/μιας ομάδας (= φίλαθλοι).|| Ο ~ (= το ποίμνιο) της Εκκλησίας. ● ΣΥΜΠΛ.: παιδί/τέκνο του λαού βλ. παιδί, περιούσιος λαός βλ. περιούσιος ● ΦΡ.: λαός και Κολωνάκι (κυρ. παλαιότ.-προφ.): φτωχοί και πλούσιοι., τα μπάνια του λαού βλ. μπάνιο, φωνή λαού, οργή Θεού βλ. οργή [< αρχ. λαός, γαλλ. peuple]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.