κομήτης κο-μή-της ουσ. (αρσ.) {κομητών}: ΑΣΤΡΟΝ. ουράνιο σώμα, μεγάλου μεγέθους, αποτελούμενο από στερεοποιημένη σκόνη, διοξείδιο του άνθρακα, πετρώματα και πάγο, το οποίο, όταν διέρχεται κοντά από τον Ήλιο, εξατμίζεται δημιουργώντας λεπτή ατμόσφαιρα (κόμη) και νεφελώδη ουρά: λαμπερός/φωτεινός ~. Το πέρασμα του ~η Χάλεϊ από τη Γη (κάθε 75-76 χρόνια). ~ες βραχείας/μακράς περιόδου. Βλ. αστεροειδής, μετεωρίτης, σύμφαση, χιονόμπαλα. ● ΦΡ.: σαν κομήτης (μτφ.): για κάποιον που εμφανίζεται σε έναν χώρο σπάνια, ξαφνικά και φεύγει αμέσως: Ήρθε/πέρασε ~ ~. [< αρχ. κομήτης (ἀστήρ), γαλλ. comète, αγγλ. comet]
αστεροειδής
αστεροειδής, ής, ές [ἀστεροειδής] α-στε-ρο-ει-δής επίθ. {αστεροειδ-ούς (αρσ. κ. -ή) | -είς (ουδ. -ή)} (επιστ.): που είναι σαν αστέρι, που έχει τη μορφή αστεριού: ~ής: διάταξη ~ές: γάγγλιο/γλυκάνισο (: μπαχαρικό). ~είς: βίδες. (σε αλτήρα) Σφιγκτήρες με ~ή παξιμάδια. ● επίρρ.: αστεροειδώς [-ῶς] (σπάν.) [< μτγν. ἀστεροειδής]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.