Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • κομίζω κο-μί-ζω ρ. (μτβ.) {κόμι-σε, κομί-σει, κομίζ-οντας, συνηθέστ. στο γ' πρόσ.} (λόγ.): φέρω, μεταφέρω: Τι καινούργιο ~ει (= προσφέρει) το βιβλίο; ~σε νέες ιδέες/προτάσεις.|| (μτφ.) Ο πληθωρισμός ~ει λιτότητα. Το όφελος που ~εται (= αποκομίζεται) από την προστασία του περιβάλλοντος. Βλ. προσ~. ● ΦΡ.: κομίζω γλαύκα ε(ι)ς Αθήνας βλ. γλαύκα [< αρχ. κομίζω]

γλαύκα

γλαύκα [γλαῦκα] γλαύ-κα ουσ. (θηλ.) (λόγ.): κουκουβάγια: Η ~ και η ελιά ήταν τα σύμβολα της θεάς Αθηνάς.|| (ΑΡΧΑΙΟΛ.) Αθηναϊκή/αττική ~ (: αργυρό νόμισμα της αρχαίας Αθήνας με παράσταση κουκουβάγιας στον οπισθότυπο). Βλ. πώλος, χελώνα. ● ΦΡ.: κομίζω γλαύκα ε(ι)ς Αθήνας (αρχαιοπρ.): παρουσιάζω ως νέο κάτι ήδη γνωστό: ~ει ~, αναμασώντας το πρόβλημα. [< αρχ. γλαῦξ, γλαύξ]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.