κομίζω κο-μί-ζω ρ. (μτβ.) {κόμι-σε, κομί-σει, κομίζ-οντας, συνηθέστ. στο γ' πρόσ.} (λόγ.): φέρω, μεταφέρω: Τι καινούργιο ~ει (= προσφέρει) το βιβλίο; ~σε νέες ιδέες/προτάσεις.|| (μτφ.) Ο πληθωρισμός ~ει λιτότητα. Το όφελος που ~εται (= αποκομίζεται) από την προστασία του περιβάλλοντος. Βλ. προσ~. ● ΦΡ.: κομίζω γλαύκα ε(ι)ς Αθήνας βλ. γλαύκα [< αρχ. κομίζω]
γλαύκα
γλαύκα [γλαῦκα] γλαύ-κα ουσ. (θηλ.) (λόγ.): κουκουβάγια: Η ~ και η ελιά ήταν τα σύμβολα της θεάς Αθηνάς.|| (ΑΡΧΑΙΟΛ.) Αθηναϊκή/αττική ~ (: αργυρό νόμισμα της αρχαίας Αθήνας με παράσταση κουκουβάγιας στον οπισθότυπο). Βλ. πώλος, χελώνα. ● ΦΡ.: κομίζω γλαύκα ε(ι)ς Αθήνας (αρχαιοπρ.): παρουσιάζω ως νέο κάτι ήδη γνωστό: ~ει ~, αναμασώντας το πρόβλημα. [< αρχ. γλαῦξ, γλαύξ]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.