Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • κομπλάρω κο-μπλά-ρω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {κόμπλαρ-α κ. κομπλάρ-ισα, -ισμένος, κομπλάρ-οντας} (προφ.) 1. χάνω την αυτοπεποίθησή μου, το θάρρος μου και δεν ξέρω τι να πω, πώς να αντιδράσω, εξαιτίας της ντροπής ή της αμηχανίας που αισθάνομαι: Μη με κοιτάς έτσι, γιατί ~/με ~εις! Μην ~εις με τα λεγόμενά τους. Δείχνει/είναι ~ισμένος. Πβ. βραχυκυκλώνω, σαστίζω, τα χάνω, ψαρώνω. 2. (για μηχάνημα) μπλοκάρω, κολλώ: ~ε το σύστημα/ο υπολογιστής. Πβ. κομπιάζω. [< γαλλ. combler]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.