Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • κομπόδεμα κο-μπό-δε-μα ουσ. (ουδ.) (λαϊκό): οικονομίες: Έχω κάνει/μαζέψει/φτιάξει ένα καλό/μικρό ~ (για ώρα ανάγκης). Έχει γερό/χοντρό ~ (= έχει πολλές αποταμιεύσεις, είναι πλούσιος). Πβ. πουγκί, σερμαγιά. [< μεσν. κομπόδεμα]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.