Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 3 εγγραφές  [0-3]


  • κονσέρβα κον-σέρ-βα ουσ. (θηλ.) {κονσερβ-ών} 1. ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. τρόφιμο συσκευασμένο σε ερμητικά κλειστό μεταλλικό δοχείο ή κουτί που έχει υποστεί θερμική επεξεργασία, για να διατηρείται μεγάλο χρονικό διάστημα χωρίς αλλοιώσεις· κυρ. συνεκδ. το ίδιο το δοχείο ή κουτί: ελιές/καλαμπόκι/μανιτάρια/σαρδέλες/τόνος/φασόλια/φρούτα ~ας/(σε) ~ (ΑΝΤ. νωπός, φρέσκος). ~ γάτας/σκύλου.|| Ανοιχτήρι ~ας. Ανακύκλωση ~ών (πβ. κονσερβοκούτι). 2. (μτφ.-μειωτ.) οτιδήποτε έχει γίνει ή ετοιμαστεί εκ των προτέρων: (ως παραθετικό σύνθ.) απάντηση-~ (πβ. τυποποιημένος). Γέλια/εκπομπή/μουσική/χειροκροτήματα-~ (πβ. μαγνητο-σκοπημένος, -φωνημένος. ΑΝΤ. ζωντανός, λάιβ). [< ιταλ. conserva, γαλλ. conserve]
  • κονσερβαρισμένος , η, ο κον-σερ-βα-ρι-σμέ-νος επίθ. (προφ.): κονσερβοποιημένος.
  • κονσερβατουάρ κον-σερ-βα-του-άρ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} (συνήθ. με κεφαλ. Κ): ωδείο (κυρ. σε άλλα κράτη). [< γαλλ. conservatoire]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.