κονσέρβα κον-σέρ-βα ουσ. (θηλ.) {κονσερβ-ών} 1. ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. τρόφιμο συσκευασμένο σε ερμητικά κλειστό μεταλλικό δοχείο ή κουτί που έχει υποστεί θερμική επεξεργασία, για να διατηρείται μεγάλο χρονικό διάστημα χωρίς αλλοιώσεις· κυρ. συνεκδ. το ίδιο το δοχείο ή κουτί: ελιές/καλαμπόκι/μανιτάρια/σαρδέλες/τόνος/φασόλια/φρούτα ~ας/(σε) ~ (ΑΝΤ. νωπός, φρέσκος). ~ γάτας/σκύλου.|| Ανοιχτήρι ~ας. Ανακύκλωση ~ών (πβ. κονσερβοκούτι).2. (μτφ.-μειωτ.) οτιδήποτε έχει γίνει ή ετοιμαστεί εκ των προτέρων: (ως παραθετικό σύνθ.) απάντηση-~ (πβ. τυποποιημένος). Γέλια/εκπομπή/μουσική/χειροκροτήματα-~ (πβ. μαγνητο-σκοπημένος, -φωνημένος. ΑΝΤ. ζωντανός, λάιβ). [< ιταλ. conserva, γαλλ. conserve]
κονσερβαρισμένος , η, ο κον-σερ-βα-ρι-σμέ-νος επίθ. (προφ.): κονσερβοποιημένος.
κονσερβατουάρ κον-σερ-βα-του-άρ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} (συνήθ. με κεφαλ. Κ): ωδείο (κυρ. σε άλλα κράτη). [< γαλλ. conservatoire]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.