κοντυλιά κο-ντυ-λιά ουσ. (θηλ.) 1. ΜΟΥΣ. {συνήθ. στον πληθ.} (ιδιωμ.) μουσική φράση, μελωδία που παράγει η κρητική λύρα ή άλλο έγχορδο, και το αντίστοιχο τραγούδι· σπανιότ. η δοξαριά: παραδοσιακές ~ιές. Οι ~ιές των λυράρηδων. ~ιές και μαντινάδες. Βλ. πενιά, πεντοζάλης, ριζίτικο, τσάκισμα.2. (παλαιότ.) γραμμή σχεδιασμένη με κοντύλι. || (μτφ.) Έσβησαν με μια ~ (= μονο~) τα περασμένα. Βλ. μολυβιά, χαρακιά. [< 2: μεσν. κοντυλιά]
μολυβιά
μολυβιά μο-λυ-βιά ουσ. (θηλ.): γραμμή ή σημάδι που έγινε με μολύβι.
πενία
πενία πε-νί-α ουσ. (θηλ.) (λόγ.): φτώχεια, ανέχεια: (μτφ.) λεκτική ~ (= λεξιπενία). Πβ. ανεπάρκεια, έλλειψη, ένδεια. ● ΣΥΜΠΛ.: ευεργέτημα πενίας βλ. ευεργέτημα ● ΦΡ.: πενία τέχνας κατεργάζεται (παροιμ.): οι ελλείψεις και οι δυσκολίες ωθούν τον άνθρωπο να εφευρίσκει λύσεις. [< αρχ. πενία]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.