κοπτήρας κο-πτή-ρας ουσ. (αρσ.) {συνήθ. στον πληθ.} 1. ΑΝΑΤ. (στον άνθρωπο και τα άλλα θηλαστικά) καθένα από τα πεπλατυσμένα μπροστινά δόντια, τα οποία βρίσκονται ανά δύο στην άνω και κάτω γνάθο. Βλ. γομφίος, κυνόδοντας, τραπεζ-, φρονιμ-ίτης. ΣΥΝ. τομέας22. εργαλείο ή εξάρτημα κοπής: ανταλλακτικοί ~ες. Πβ. κοπτικό, κόφτης. Βλ. -τήρας. [< 1: γαλλ. incisive, γερμ. Schneidezahn]
κοπτήριο κο-πτή-ρι-ο ουσ. (ουδ.) 1. εργαστήριο ή τμήμα εργοστασίου, όπου γίνεται κοπή υλικών, συνήθ. υφασμάτων: είδη/πάγκοι ~ίου.2. ΤΕΧΝΟΛ. ειδικό μηχάνημα κοπής: αυτόματο ~ δερμάτων. Βλ. -τήριο. [< μτγν. κοπτήριον 'τόπος στον οποίο λίχνιζαν το σιτάρι']
γομφίος
γομφίοςγομ-φί-ος ουσ. (αρσ.): ΑΝΑΤ. καθένα από τα τρία πεπλατυσμένα οπίσθια δόντια της κάθε πλευράς των γνάθων (δώδεκα συνολικά). Βλ. κοπτήρας, κυνόδοντας, προγόμφιος, φρονιμίτης. ΣΥΝ. τραπεζίτης2 [< αρχ. γομφίος]
-τήρας
-τήρας(λόγ.) επίθημα αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. αντικείμενο, συσκευή ή όργανο με συγκεκριμένη χρήση: αναπνευσ~/ανεμισ~/απορροφη~/βρασ~/καυσ~/λαμπ~/χρωσ~. Βλ. -τήρι, -τήριο.|| Μαση~/μυζη~.2. αυτόν που ενεργεί· ειδικότ. υπάλληλο, επαγγελματία: σω~.|| Κλη~/μαιευ~.
-τήριο
-τήριο{-τηρίου | -τηρίων} (λόγ.) επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών που παράγονται κυρ. από ρήματα και δηλώνουν 1. χώρο (εργασίας), επιχείρηση: εκθε~/εργασ~ (πβ. -τήρι). Γυμνασ~/εκπαιδευ~/φροντισ~. Σιδερω~/στεγνω~/ωριμαντ~.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Αναχωρη~/ασκη~/ερημη~/ησυχασ~.2. όργανο, συσκευή, μηχάνημα: αριθμη~.|| Τηλεχειρισ~.|| Ξηραντ~/πλυν~.3. έγγραφο, έντυπο με συγκεκριμένη λειτουργία: αγγελ~/ειδοποιη~/μισθω~.|| Προσκλη~.
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.