Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • κοπτήρας κο-πτή-ρας ουσ. (αρσ.) {συνήθ. στον πληθ.} 1. ΑΝΑΤ. (στον άνθρωπο και τα άλλα θηλαστικά) καθένα από τα πεπλατυσμένα μπροστινά δόντια, τα οποία βρίσκονται ανά δύο στην άνω και κάτω γνάθο. Βλ. γομφίος, κυνόδοντας, τραπεζ-, φρονιμ-ίτης. ΣΥΝ. τομέας2 2. εργαλείο ή εξάρτημα κοπής: ανταλλακτικοί ~ες. Πβ. κοπτικό, κόφτης. Βλ. -τήρας. [< 1: γαλλ. incisive, γερμ. Schneidezahn]

γομφίος

γομφίος γομ-φί-ος ουσ. (αρσ.): ΑΝΑΤ. καθένα από τα τρία πεπλατυσμένα οπίσθια δόντια της κάθε πλευράς των γνάθων (δώδεκα συνολικά). Βλ. κοπτήρας, κυνόδοντας, προγόμφιος, φρονιμίτης. ΣΥΝ. τραπεζίτης2 [< αρχ. γομφίος]

-τήρας

-τήρας (λόγ.) επίθημα αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. αντικείμενο, συσκευή ή όργανο με συγκεκριμένη χρήση: αναπνευσ~/ανεμισ~/απορροφη~/βρασ~/καυσ~/λαμπ~/χρωσ~. Βλ. -τήρι, -τήριο.|| Μαση~/μυζη~. 2. αυτόν που ενεργεί· ειδικότ. υπάλληλο, επαγγελματία: σω~.|| Κλη~/μαιευ~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.