Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • κορδόνι κορ-δό-νι ουσ. (ουδ.) {κορδον-ιού}: μακρόστενο σχοινί ή ταινία που χρησιμοποιείται ποικιλοτρόπως: δερμάτινο/ελαστικό/πλαστικό/στριφτό ~. ~ ασφαλείας. Παντελόνι με λάστιχο και ~ στη μέση. Δένω/λύνω τα ~ια (των παπουτσιών). Γυαλιά με ~ για τον λαιμό (βλ. αλυσίδα). Τσάντα με περαστό ~. Χάντρες σε ~. Τα ~ια της κουκούλας (του μπουφάν)/της κουρτίνας. Οι άκρες των ~ιών.|| Στολή ευζώνων με μπλέ και άσπρα ~ια (πβ. γαϊτάνι, σιρίτι· βλ. κρόσσι). ● Υποκ.: κορδονάκι (το) ● ΦΡ.: η δουλειά πάει κορδόνι (προφ.): προχωρά χωρίς εμπόδια, πηγαίνει πολύ καλά., δένω/παίρνω κάτι σκοινί κορδόνι βλ. σχοινί, και τράβα κορδέλα/κορδόνι βλ. κορδέλα [< βεν. cordon]

κορδέλα

κορδέλα κορ-δέ-λα ουσ. (θηλ.) 1. λεπτή λωρίδα με την οποία δένεται ή διακοσμείται κάτι και κατ' επέκτ. καθετί με παρόμοιο σχήμα: αποκριάτικη/δαντελένια/δερμάτινη/μεταξωτή/πλαστική/υφασμάτινη/χάρτινη/χρωματιστή ~. ~ περιτυλίγματος. ~ για τα μαλλιά (βλ. στέκα). Δένω την ~ φιόγκο. Φοράει ~. Την ~ των εγκαινίων έκοψε ο δήμαρχος. Πβ. ταινία.|| (προφ.) Οι ~ες του δρόμου. Πβ. ζιγκ-ζαγκ, φουρκέτα. 2. ΑΘΛ. όργανο της ρυθμικής γυμναστικής, που αποτελείται από μπαγκέτα στην άκρη της οποίας είναι στερεωμένη μακρόστενη ταινία· συνεκδ. το αντίστοιχο αγώνισμα. Βλ. ανσάμπλ, κορύνα, μπάλα, στεφάνι, σχοινάκι. 3. ΤΕΧΝΟΛ. (προφ.) πριονοκορδέλα. ΣΥΝ. πριονοταινία 4. (προφ.) (κυρ. ως όργανο τοπογραφίας) μετροταινία. ● Υποκ.: κορδελίτσα (η): στη σημ. 1. ● ΦΡ.: και τράβα κορδέλα/κορδόνι (λαϊκό): και ούτω καθεξής. ΣΥΝ. και πάει λέγοντας, πουλά φύκια για μεταξωτές κορδέλες βλ. φύκια [< μεσν. κορδέλα 2: αγγλ. ribbon]

σχοινί

σχοινί σχοι-νί ουσ. (ουδ.) & σκοινί: επίμηκες κορδόνι από φυτικές ίνες ή άλλο υλικό για ποικίλες χρήσεις: γερό/χοντρό ~. ~ απλώματος ρούχων/μπουγάδας. ~ αναρρίχησης. ~ με κόμπους. Λύνω τα ~ιά της βάρκας. (σε γήπεδο πυγμαχίας) Τα ~ιά του ρινγκ. Βλ. συρματόσχοινο. ● ΦΡ.: βαδίζω/βρίσκομαι/πατώ (πάνω) σε τεντωμένο σκοινί: για κρίσιμες και γενικότ. δύσκολες καταστάσεις, που απαιτούν πολύ προσεκτική αντιμετώπιση: Σε ~ ~ οι σχέσεις των δύο κρατών., δένω/παίρνω κάτι σκοινί κορδόνι (προφ.): εμμένω σε κάτι ή το επαναλαμβάνω με ενοχλητικό τρόπο: Το είπα μια φορά και το έδεσε ~ ~ ότι θα πάμε εκδρομή., τραβάω/τεντώνω το σχοινί/σκοινί (μτφ.-προφ.): οδηγώ μια κατάσταση στα άκρα: Μην τεντώνεις άλλο το ~, γιατί θα τσακωθούμε άσχημα., στο σπίτι του κρεμασμένου δε(ν) μιλάνε για σκοινί βλ. κρεμασμένος, το παρατραβάω (το σχοινί) βλ. παρατραβώ, του σκοινιού και του παλουκιού βλ. παλούκι [< μεσν. σκοινί < αρχ. σχοινίον < σχοῖνος]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.