Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • κορμοδέματα κορ-μο-δέ-μα-τα ουσ. (ουδ.) (τα): ΟΙΚΟΛ. κατασκευές από κορμούς και κλαδιά που τοποθετούνται σε καμένη επικλινή έκταση κατά υψομετρικές ζώνες και περιορίζουν τη διάβρωση από τις βροχοπτώσεις. Βλ. κλαδο-, κορμο-πλέγματα, κορμοφράγματα.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.