Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • κορμός κορ-μός ουσ. (αρσ.) 1. το τμήμα του δέντρου από τις ρίζες έως εκεί που αρχίζουν οι διακλαδώσεις: απολιθωμένος/καμένος/κομμένος/μακρύς/πεσμένος/χοντρός ~. Κουφάλα/ύψος/φλοιός ~ού. Ξεριζώθηκε ο ~ του δέντρου. Κόβω με τσεκούρι τον ~ό. Βλ. βλαστός, κούτσουρο. 2. ΑΝΑΤ. το μέρος του σώματος του ανθρώπου και ορισμένων σπονδυλωτών ζώων, χωρίς τα άκρα και το κεφάλι: άνω ~ (βλ. θώρακας, στήθος)/κάτω ~ (βλ. λεκάνη). Κάμψη του ~ού. Γέρνω/λυγίζω τον ~ό. Πβ. κορμί.|| (ΑΡΧΑΙΟΛ.) Μαρμάρινος ~ κούρου. 3. (μτφ.) το κύριο, ουσιαστικό κομμάτι: ο βασικός/κύριος ~ μιας εργασίας/των μαθημάτων/μιας ομάδας/ενός προγράμματος (πβ. όγκος). (Συγκοινωνιακή) γραμμή ~ού (: κεντρικός άξονας σε αντιδιαστολή με το τοπικό δίκτυο).|| (ΑΡΧΙΤ.) ~ κίονα (: χωρίς το κιονόκρανο).|| (ΑΝΑΤ.) Αρτηριακός ~. 4. ΖΑΧΑΡ. γλυκό με κυλινδρικό σχήμα: ~ σοκολάτας (πβ. μωσαϊκό, ρολό, σαλάμι ψυγείου). ● ΣΥΜΠΛ.: δίκτυο κορμού: ΠΛΗΡΟΦ. βασικό μονοπάτι δικτύου για τη μετάδοση δεδομένων: ασύρματο/εθνικό/ενσύρματο/ολοκληρωμένο/πανευρωπαϊκό ~ ~., μαθήματα κορμού: (κυρ. στην τριτοβάθμια εκπαίδευση) που είναι κοινά για όλες τις ειδικότητες ή κατευθύνσεις. [< 1: αρχ. κορμός 2: ιταλ. torso 3: γαλλ. corps]
  • κορμοστασιά κορ-μο-στα-σιά ουσ. (θηλ.): το ωραίο παράστημα: αθλητική/λεβέντικη/λεπτή/λυγερή/περήφανη/ψηλή ~. Μπόι και ~. Βλ. θωριά, παρουσιαστικό.

βλαστός

βλαστός βλα-στός ουσ. (αρσ.) 1. ΒΟΤ. το ραβδόμορφο τμήμα του φυτού που βρίσκεται πάνω από την επιφάνεια του εδάφους και φέρει τα φύλλα και τα κλαδιά, συνδέοντάς τα με τις ρίζες: κυλινδρικός/λείος/λεπτός/υπόγειος (βλ. βολβός) ~. 2. ΒΟΤ. τρυφερό κλαδί, βλαστάρι. 3. (μτφ.-λόγ.) τέκνο, απόγονος: ο ~ της οικογένειας. Πβ. γόνος, παιδί. [< αρχ. βλαστός]

θώρακας

θώρακας θώ-ρα-κας ουσ. (αρσ.) {-α (λόγ.) -ος} 1. ΑΝΑΤ. (στα σπονδυλόζωα) το τμήμα του σώματος μεταξύ τραχήλου και κοιλίας, το οποίο περιβάλλει τους πνεύμονες, τον οισοφάγο, τα μεγάλα αγγεία και την καρδιά· (στα ασπόνδυλα) το τμήμα του κορμού μεταξύ του κεφαλιού και της κοιλίας το οποίο φέρει τα κινητήρια όργανα: ακτινογραφία/αξονική τομογραφία/παρακέντηση ~ος. Όργανα/οστά/παθήσεις (του) ~α. Βλ. ημιθωράκιο, αιμο~, μεσο~, μετα~, υδρο~. 2. εξάρτημα για την προστασία του στέρνου, της κοιλιάς και της πλάτης και κατ' επέκτ. κάθε εξάρτημα στολής με παρόμοια μορφή και λειτουργία: αλυσιδωτός/σιδερένιος/χάλκινος ~.|| ~ ξιφασκίας.|| (μτφ.) ~ προστασίας για το εισόδημα. 3. ΤΕΧΝΟΛ. κάθε μεταλλικό προστατευτικό περίβλημα ή κάλυμμα: αντισεισμικός ~. Ο ~ του καλωδίου. Βλ. ανεμο~, θωράκιση. [< 1: αρχ. θώραξ, γαλλ.-αγγλ. thorax 2,3: γαλλ. cuirasse]

θωριά

θωριά θω-ριά ουσ. (θηλ.) (λαϊκό-λογοτ.): όψη, παρουσιαστικό: Τρόμαζαν στη ~ του. Πβ. κοψιά. [< μεσν. θωριά, αρχ. θεωρία ‘όραση, θέαση’

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.