Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • κοσμηματοποιία κο-σμη-μα-το-ποι-ί-α ουσ. (θηλ.) (λόγ.): η τέχνη της δημιουργίας κοσμημάτων· συνεκδ. η αντίστοιχη βιοτεχνία: είδη/εργαστήριο ~ας. Βλ. αργυρο-, χρυσο-χοΐα, -ποιία. [< γαλλ. joaillerie]

αργυρο- & αργυρό- & αργυρ-

αργυρο- & αργυρό- & αργυρ- α' συνθετικό λέξεων που αναφέρεται 1. στον άργυρο, το ασήμι: αργυρο-ποίκιλτος/~χοΐα. 2. στο νόμισμα, το χρήμα: αργυρ-αμοιβός/~ώνητος. 3. στο ασημένιο χρώμα: αργυρό-λευκος.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.