Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • κοσμηματοπωλείο [κοσμηματοπωλεῖο] κο-σμη-μα-το-πω-λεί-ο ουσ. (ουδ.): κατάστημα πώλησης κυρ. κοσμημάτων αλλά και ρολογιών και ειδών δώρων-διακόσμησης, συνήθ. από πολύτιμο μέταλλο. Πβ. χρυσοχοείο. Βλ. -πωλείο. [< γαλλ. bijouterie]

-πωλείο

-πωλείο (λόγ.): επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών για δήλωση καταστήματος, χώρου πώλησης συγκεκριμένου είδους: ανθο~/βιβλιο~/δισκο~/οινο~ (βλ. -ποιείο). Παντο~.|| Μεζεδο~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.