Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • κοτζαμπάσης κο-τζα-μπά-σης ουσ. (αρσ.) & κοτζάμπασης 1. (μτφ.) καταπιεστής, δυνάστης: σύγχρονοι ~ηδες. Πβ. δερβέναγας, μπέης, σατράπης. 2. ΙΣΤ. (την περίοδο της Τουρκοκρατίας) πρόκριτος με διοικητικές αρμοδιότητες, επιφορτισμένος κυρ. με την είσπραξη φόρων. Πβ. δημογέροντας, προεστός, προύχοντας. [< τουρκ. kocabaşι]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.