Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • κοτσάνα κο-τσά-να ουσ. (θηλ.) (προφ.): ανόητη κουβέντα ή σπανιότ. πράξη, μεγάλο λάθος: Αμόλησε/έριξε/πέταξε (χοντρή) ~! Όλο ~ες λέει!|| Έκανε ~. Είναι ~ να ...|| Γράφονται ~ες. Πβ. βλακεία, μπαρούφα, μπούρδα, χαζομάρα.
  • κοτσανάτος , η, ο βλ. κοτσονάτος

κοτσονάτος

κοτσονάτος, η [κοτσονᾶτος] κο-τσο-νά-τος επίθ. & (σπάν.) κοτσανάτος (προφ.): που έχει νεανική κορμοστασιά και ζωντάνια, παρά την προχωρημένη ηλικία του: ~ος: παππούς. ~η: γιαγιά. Λεβέντης και ~. Πβ. ακμαίος, θαλερός, καλοστεκούμενος. Βλ. -άτος.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.