Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • κοτόπουλο κο-τό-που-λο ουσ. (ουδ.): κότα (ή κόκορας) μικρής ηλικίας, που εκτρέφεται κυρ. για το κρέας του· συνεκδ. το ίδιο το κρέας ως προϊόν διατροφής ή φαγητό: (ΟΡΝΙΘ.) βιολογικά ~α (= που τρέφονται με βιολογικές τροφές). ~α ελευθέρας βοσκής. Παραγωγή ~ων. Βλ. πουλερικό, πτηνοτροφία.|| ~α νωπά ή κατεψυγμένα. Μαύρο ~. (ΜΑΓΕΙΡ.) ~ με λαχανικά/πατάτες/ρύζι/χυλοπίτες. ~ βραστό/γεμιστό/γλυκόξινο/κοκκινιστό/λεμονάτο/μεθυσμένο/πανέ/σχάρας/τηγανητό/φούρνου/ψητό. ~ γιουβέτσι/σουβλάκι. Μπιφτέκι ~. Στήθος/φιλέτο ~. Ζωμός/μπουτάκια/φτερούγες ~ου. Πβ. ορνίθι. Βλ. πετεινάρι, -όπουλο. ● Υποκ.: κοτοπουλάκι (το): ΣΥΝ. κλωσόπουλο ● ΦΡ.: σαν κοτόπουλο (προφ.): ζαλισμένος: Ήμουν ~ ~ από την κούραση/τη νύστα/το ξενύχτι.

πετεινάρι

πετεινάρι πε-τει-νά-ρι ουσ. (ουδ.) 1. ΟΡΝΙΘ. νεαρός ή μικρόσωμος κόκορας. Πβ. κοκοράκι. Βλ. κοτόπουλο. 2. (μτφ.-μειωτ.) εριστικός και ευερέθιστος νεαρός. ● Υποκ.: πετειναράκι (το) [< μεσν. πετεινάρι(ον)]

πουλερικό

πουλερικό που-λε-ρι-κό ουσ. (ουδ.) {συνήθ. στον πληθ.}: οικόσιτο πτηνό το οποίο εκτρέφεται για τα αβγά ή το κρέας του: κατεψυγμένα/φρέσκα ~ά. Συνταγές με ~ά. Εισαγωγή/εμπορία ~ών. Βλ. γαλοπούλα, κότα, χήνα. ● ΣΥΜΠΛ.: γρίπη των πτηνών/των πουλερικών βλ. πτηνό

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.