κουλούρι κου-λού-ρι ουσ. (ουδ.) {κουλουρ-ιού} 1. ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. σουσαμένιο αρτοσκεύασμα κυκλικού σχήματος με τρύπα στη μέση: ζεστά/φρέσκα ~ια. Πβ. σιμίτι. Βλ. τυροκούλουρο.2. ΖΑΧΑΡ. {συνήθ. στον πληθ.} γλύκισμα από ζύμη: γεμιστά/παραδοσιακά/πασχαλινά/τραγανά ~ια. ~ια αμμωνίας/βουτύρου/ζάχαρης/κανέλας/λαδιού/πορτοκαλιού. Πλάθω ~ια. Βλ. αβγοκούλουρα, βουτήματα. ● Υποκ.: κουλουράκι (το) ● ΦΡ.: μην τάξεις του Άγιου/σε Άγιο κερί και του παιδιού/σε παιδί κουλούρι βλ. τάζω [< μεσν. κουλούρι(ο)ν < αρχ. κολλύριον – παλαιότ. ορθογρ. κουλλούρι]
κουλουριάζω κου-λου-ριά-ζω ρ. (μτβ.) {κουλούρια-σα, κουλουριά-στηκα, -σμένος, συνήθ. μεσοπαθ.} (προφ.): τυλίγω κάτι σε σχήμα κύκλου: ~σε το σχοινί. ● Παθ.: κουλουριάζομαι: μαζεύω το σώμα μου, φέρνοντας τα πόδια κοντά στο στήθος: ~στηκα από τα γέλια/τον πόνο. ~στηκε κάτω από τις κουβέρτες (: για να ζεσταθεί). Ο σκαντζόχοιρος ~εται. ~σμένη: ουρά. ~σμένο: φίδι. ΣΥΝ. διπλώνομαι, ζαρώνω (1), κουβαριάζομαι, μαζεύομαι (3) [< μεσν. κουλουριάζω]
κουλούριασμα κου-λού-ρια-σμα ουσ. (ουδ.) (προφ.): λύγισμα ή τύλιγμα σε σχήμα κουλούρας: ~ του σώματος/του φιδιού.|| ~ του καλωδίου.
κουλουριαστός , ή, ό κου-λου-ρια-στός επίθ. (προφ.): που έχει κουλουριαστεί: ~ή: ουρά (= κουλουριασμένη).
κουλουριώτικος , η, ο κου-λου-ριώ-τι-κος επίθ. (λαϊκό): που σχετίζεται με την Κούλουρη (Σαλαμίνα) ή/και τους Κουλουριώτες.
τάζω τά-ζω ρ. (μτβ.) {έτα-ξα, τά-ξει, τα(γ)μένος, τάζ-οντας} 1. διαβεβαιώνω κάποιον ότι θα του δώσω ή θα κάνω κάτι γι' αυτόν: Και τι δεν του 'ταξα για να τον πείσω. Μου 'χες ~ξει να πάμε στο θέατρο.|| (κυρ. παλαιότ.) Της ~ξε γάμο.|| ~ουν, ~ουν (: λένε, λένε) και στο τέλος τίποτα. Βλ. παραμυθιάζω.2. υπόσχομαι υλική ή πνευματική προσφορά στο Θεό ή σε Άγιο ως ανταπόδοση για χάρη που ζητώ, κάνω τάμα: ~ξε μια λαμπάδα στο μπόι της, αν ... Την είχαν ταμένη στην Αγία Βαρβάρα και της έδωσαν το όνομά της. ● ΦΡ.: μην τάξεις του Άγιου/σε Άγιο κερί και του παιδιού/σε παιδί κουλούρι (παροιμ.): μην δίνεις υποσχέσεις τις οποίες δεν μπορείς να κρατήσεις., τάζει λαγούς με πετραχήλια: δίνει υπερβολικές υποσχέσεις που δεν πρόκειται να τηρήσει: Προεκλογικά μας έταζαν ~ ~., τάξε μου! (προφ.): χαριτολογώντας, για να ανακοινώσουμε κάτι ευχάριστο σε κάποιον: ~ ~ να σου πω τα νέα! ● βλ. ταγμένος [< μεσν. τάζω < αρχ. τάσσω]
τυροκούλουρο
τυροκούλουρο τυ-ρο-κού-λου-ρο ουσ. (ουδ.) (προφ.): κουλούρι που περιέχει τυρί.
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.