Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 5 εγγραφές  [0-5]


  • κουλούρι κου-λού-ρι ουσ. (ουδ.) {κουλουρ-ιού} 1. ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. σουσαμένιο αρτοσκεύασμα κυκλικού σχήματος με τρύπα στη μέση: ζεστά/φρέσκα ~ια. Πβ. σιμίτι. Βλ. τυροκούλουρο. 2. ΖΑΧΑΡ. {συνήθ. στον πληθ.} γλύκισμα από ζύμη: γεμιστά/παραδοσιακά/πασχαλινά/τραγανά ~ια. ~ια αμμωνίας/βουτύρου/ζάχαρης/κανέλας/λαδιού/πορτοκαλιού. Πλάθω ~ια. Βλ. αβγοκούλουρα, βουτήματα. ● Υποκ.: κουλουράκι (το) ● ΦΡ.: μην τάξεις του Άγιου/σε Άγιο κερί και του παιδιού/σε παιδί κουλούρι βλ. τάζω [< μεσν. κουλούρι(ο)ν < αρχ. κολλύριον – παλαιότ. ορθογρ. κουλλούρι]
  • κουλουριάζω κου-λου-ριά-ζω ρ. (μτβ.) {κουλούρια-σα, κουλουριά-στηκα, -σμένος, συνήθ. μεσοπαθ.} (προφ.): τυλίγω κάτι σε σχήμα κύκλου: ~σε το σχοινί. ● Παθ.: κουλουριάζομαι: μαζεύω το σώμα μου, φέρνοντας τα πόδια κοντά στο στήθος: ~στηκα από τα γέλια/τον πόνο. ~στηκε κάτω από τις κουβέρτες (: για να ζεσταθεί). Ο σκαντζόχοιρος ~εται. ~σμένη: ουρά. ~σμένο: φίδι. ΣΥΝ. διπλώνομαι, ζαρώνω (1), κουβαριάζομαι, μαζεύομαι (3) [< μεσν. κουλουριάζω]
  • κουλούριασμα κου-λού-ρια-σμα ουσ. (ουδ.) (προφ.): λύγισμα ή τύλιγμα σε σχήμα κουλούρας: ~ του σώματος/του φιδιού.|| ~ του καλωδίου.
  • κουλουριαστός , ή, ό κου-λου-ρια-στός επίθ. (προφ.): που έχει κουλουριαστεί: ~ή: ουρά (= κουλουριασμένη).
  • κουλουριώτικος , η, ο κου-λου-ριώ-τι-κος επίθ. (λαϊκό): που σχετίζεται με την Κούλουρη (Σαλαμίνα) ή/και τους Κουλουριώτες.

αβγοκούλουρα

αβγοκούλουρα [ἀβγοκούλουρα] α-βγο-κού-λου-ρα ουσ. (ουδ.) & αυγοκούλουρα (τα): κουλουράκια με αβγό: πασχαλινά ~.

τάζω

τάζω τά-ζω ρ. (μτβ.) {έτα-ξα, τά-ξει, τα(γ)μένος, τάζ-οντας} 1. διαβεβαιώνω κάποιον ότι θα του δώσω ή θα κάνω κάτι γι' αυτόν: Και τι δεν του 'ταξα για να τον πείσω. Μου 'χες ~ξει να πάμε στο θέατρο.|| (κυρ. παλαιότ.) Της ~ξε γάμο.|| ~ουν, ~ουν (: λένε, λένε) και στο τέλος τίποτα. Βλ. παραμυθιάζω. 2. υπόσχομαι υλική ή πνευματική προσφορά στο Θεό ή σε Άγιο ως ανταπόδοση για χάρη που ζητώ, κάνω τάμα: ~ξε μια λαμπάδα στο μπόι της, αν ... Την είχαν ταμένη στην Αγία Βαρβάρα και της έδωσαν το όνομά της. ● ΦΡ.: μην τάξεις του Άγιου/σε Άγιο κερί και του παιδιού/σε παιδί κουλούρι (παροιμ.): μην δίνεις υποσχέσεις τις οποίες δεν μπορείς να κρατήσεις., τάζει λαγούς με πετραχήλια: δίνει υπερβολικές υποσχέσεις που δεν πρόκειται να τηρήσει: Προεκλογικά μας έταζαν ~ ~., τάξε μου! (προφ.): χαριτολογώντας, για να ανακοινώσουμε κάτι ευχάριστο σε κάποιον: ~ ~ να σου πω τα νέα! ● βλ. ταγμένος [< μεσν. τάζω < αρχ. τάσσω]

τυροκούλουρο

τυροκούλουρο τυ-ρο-κού-λου-ρο ουσ. (ουδ.) (προφ.): κουλούρι που περιέχει τυρί.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.