Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • κουρελού [κουρελοῦ] κου-ρε-λού ουσ. (θηλ.) {κουρελ-ούδες} (κυρ. παλαιότ.) 1. υφαντό, συνήθ. πολύχρωμο, που κατασκευάζεται από παλιά ρούχα ή υφάσματα και χρησιμοποιείται κυρ. ως κάλυμμα δαπέδου ή τοίχου ή ως στρωσίδι: χειροποίητη ~. ~ με κρόσσια. Πάτωμα στρωμένο με ~ούδες. Βλ. βελέντζα, κιλίμι, φλοκάτη. 2. (μτφ.-μειωτ., ως παραθετικό σύνθ.) οτιδήποτε θεωρείται ευτελές, αποτελεί συνονθύλευμα διαφορετικών μεταξύ τους στοιχείων ή έχει γίνει πρόχειρα: κείμενο/κόμμα/νομοσχέδιο ~. [< κουρελής]

βελέντζα

βελέντζα βε-λέ-ντζα ουσ. (θηλ.) (λαϊκό-κυρ. παλαιότ.): βαρύ και χοντρό κλινοσκέπασμα, συνήθ. μάλλινο. Πβ. κουβέρτα, μπατανία. Βλ. κιλίμι, κουρελού, φλοκάτη. [< μεσν. βαλέντζα, βελέντζα]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.