Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • κουρμπέτι κουρ-μπέ-τι ουσ. (ουδ.) (λαϊκό): χώρος εργασίας ή δραστηριοποίησης, πιάτσα: Είναι νέος/παλιός στο ~ (= στη βιοπάλη). Κυρ. στις ● ΦΡ.: βγάζω κάποιον στο κουρμπέτι 1. εξωθώ κάποιον στην πορνεία. ΣΥΝ. βγάζω στο κλαρί (1) 2. αναγκάζω κάποιον να εργαστεί από μικρός., βγήκε στο κουρμπέτι 1. (για πόρνη) εκδίδεται. 2. άρχισε να δουλεύει από πολύ νέος., χρόνια στο κουρμπέτι: για πρόσωπο που έχει αποκτήσει μεγάλη πείρα σε ορισμένο τομέα: Είναι/έχει ~ ~. ΣΥΝ. παλιά καραβάνα [< τουρκ. kurbet]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.