Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • κουτσαβάκης κου-τσα-βά-κης ουσ. (αρσ.) (λαϊκό) 1. νταής, ψευτοπαλικαράς. Πβ. γκιουλέκας, τζάμπα μάγκας, τσαμπουκαλής. 2. (παλαιότ., στο β' μισό του 19ου αι.) καθένας από τους μάγκες της Αθήνας με συγκεκριμένο ντύσιμο και τρόπο βαδίσματος, που είχαν παράνομη δράση και προκαλούσαν καβγάδες: οι ~ηδες του Ψυρρή. ● Υποκ.: κουτσαβάκι (το) [< ανθρ. Δημήτριος Κουτσαβάκης]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.